
Γεράσιμος Κουζέλης
ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Προσαρμοσμένα Lego, κατασκευάσματα ακροδεξιών που διακινούνταν μέσω amazon. Πηγή: derstandard.de
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εποχή στις 21/11/2020.
Ακραία δημοκρατία;
Στην ιστοσελίδα της γερμανικής ΕΥΠ (κομψά: «Ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας του Συντάγματος»), αναφέρονται εννέα πεδία δραστηριότητάς της. Πρόκειται για την (αντι)κατασκοπεία, την προστασία πληροφοριών, την προστασία της τεχνογνωσίας, την κυβερνοάμυνα, αλλά και πέντε αποστολές παρακολούθησης, αποκαλυπτικές για τα σημερινά κρατικά «αυτονόητα»: των νοσταλγών της αυτοκρατορίας (!), της ισλαμικής τρομοκρατίας, του εξτρεμισμού αλλοδαπών και –εδώ είμαστε– της ακροαριστεράς και της ακροδεξιάς. Συμμετρία.
Συμμετρία; Ούτε καν! Αφού ο μέχρι πρότινος επικεφαλής της υπηρεσίας απολύθηκε γιατί έγιναν γνωστές οι άμεσες σχέσεις του με το ακροδεξιό κόμμα της AfD (κομψά και πάλι: «Εναλλακτική για τη Γερμανία»), στο οποίο διοχέτευε πληροφορίες, προστατεύοντάς το από τον έλεγχο. Αποκαλυπτική για τη λογική της επιδιωκόμενης συμμετρίας είναι η εξήγηση του τι, κατά την υπηρεσία, συνιστά ακροαριστερή στάση: «η απολυτοποίηση των αξιών της ελευθερίας και της (κοινωνικής) ισότητας». Αποκαλυπτική γιατί υποδεικνύει εν τέλει ως επικίνδυνη την υπερβολική δημοκρατία ή και την υπερβολή που ενέχει η δημοκρατία.
Υπερβολική δημοκρατία; Μπορεί κανείς να είναι ακραία δημοκρατικός; Μπορεί βεβαίως να ανήκει, ως δημοκράτης, στο ένα άκρο ενός νοητικά κατασκευασμένου διπόλου. Τότε στο απέναντι άκρο δεν είναι τίποτα άλλο από το ριζικά αντι-δημοκρατικό, ο φασισμός. Έτσι το δήθεν «ακραίο», που φοβούνται παντού οι μυστικές υπηρεσίες και οι υποβολείς τους, είναι ο άνευ όρων αντιφασιστικός πρακτικός λόγος, γι’ αυτό και αποφεύγουν να κατονομάσουν τον από εκεί (από δεξιά) πόλο ως φασιστικό.
Ο κίνδυνος της ασυμβίβαστης και ενεργούς αντι-αντι-δημοκρατικής στάσης είναι ο κίνδυνος θεματοποίησης της φασιστικής απειλής και της δομικής της σχέσης με την καπιταλιστική μας καθημερινότητα. Αυτό το τελευταίο είναι το σκανδαλώδες περιεχόμενο της γνωστής φράσης του Χορκχάιμερ ότι «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό θα πρέπει να σιωπά και για τον φασισμό», ο οποίος συνιστά την «αλήθεια της σύγχρονης κοινωνίας» (άμεσα ορατή τη στιγμή της διατύπωσης της απόφανσης, το 1939). Ήδη η θεματοποίηση αποτελεί όμως απειλή. Επειδή, στη μορφή του «αντί», δεν επιτρέπει την επιδιωκόμενη απλή «ενατένιση», που χαρακτηρίζει την καλλιεργούμενη μαζική κουλτούρα. Η δημοκρατία είναι πρακτική, πρακτική αντίστασης. Αντίθετα, ανεκτή είναι η δημοκρατία ως καθεστωτική συνθήκη, ως συμβατικός ορισμός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όχι ως αξίωση ή ως γνώμονας που μας επιτρέπει να μετρήσουμε το υπαρκτό και να ορίσουμε το επιδιωκόμενο. Και πράγματι, η δημοκρατία είναι υπερβολή, γιατί στην ίδια της τη δυναμική αμφισβητεί τον καπιταλισμό. Αν αρχίσεις να αξιώνεις πλήρη και σε βάθος εκδημοκρατισμό, δύσκολα δεν θα καταλήξεις στον κομμουνισμό. Και ο καπιταλισμός το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Χρειάζεται τη δημοκρατία ως «μετριοπαθή», ως τρόπο επίλυσης των διαφορών και όρο λειτουργίας της αγοράς (ιδίως της εργασίας), δεν μπορεί όμως να δεχτεί την «ακραία» κατάληξή της, την ουσιαστική συνθήκη κοινωνικής ισότητας, που αποσταθεροποιεί την ατομική ιδιοκτησία. Όποιος επομένως δεν θέλει να αμφισβητήσει τον καπιταλισμό ως έχει, κάνει τα στραβά μάτια στο φασιστικό δυναμικό και αποφεύγει τη συζήτηση περί ουσιαστικού εκδημοκρατισμού. Κατασκευάζει σχήματα συμμετρίας απειλών, καταγγέλλει την «ακροαριστερά» και περιορίζεται να ανησυχεί για την «ακροδεξιά». Κι αυτό αφορά πολιτικούς, θεσμούς και θεωρίες. Ο ευκρινής (διεθνώς) πληθωρισμός θεωριών και ερευνών για την ακροδεξιά δεν δείχνει μόνο μια καλοδεχούμενη ευαισθητοποίηση ή και την αναγνώριση ενός ζητήματος που πράγματι διογκώνεται, αλλά και μια όχι τόσο αθώα αυτολογοκρισία ή –χειρότερα– έναν μεροληπτικό (απο)προσανατολισμό.
Να ησυχάσουμε λοιπόν τώρα που οι με τη βούλα βάρβαροι μπήκαν στη φυλακή; Τώρα που οι ακροδεξιοί καταχώνιασαν τα ναζιστικά τους πρότυπα και αναζητούν στέγη και συμμαχίες, με τη βοήθεια των από παλιά φίλων τους που είχαν γίνει δεκτοί στο σαλόνι της πολιτικής ως «απλώς» εθνικιστές, ξενοφοβικοί ή και ολίγον ρατσιστές;
Παντού φασισμός;
Ως ιδεολογία, ο φασισμός διακρίνεται, στη σημερινή εποχή, από όλες τις ταυτοτικά λειτουργικές πολιτικές ιδεολογίες (εκείνες που επιτρέπουν σε όποιον τις ασπάζεται να τις επικαλείται ως αναγνωρίσιμο στοιχείο της σκέψης και δράσης του). Κανείς (ή έστω σχεδόν κανείς, καθώς πάντα υπάρχει και το «γαλατικό χωριό» των προκλητικά αμετανόητων) δεν αυτοαναγνωρίζεται ως «φασίστας». Ο χαρακτηρισμός έχει καταστεί απλή ύβρις και η (κατά)χρησή του πληθωριστική. Έτσι βέβαια έχει αμβλυνθεί καθοριστικά η εξηγητική ισχύς της έννοιας και έχει –πράγμα καθόλου αθώο– θολώσει ο πολιτικός τόπος που δηλώνεται με αυτήν. Εδώ η ευθύνη όσων με ευκολία αποδίδουν το χαρακτηρισμό σε αντιπάλους, καυτηριάζοντας αδιακρίτως αυταρχικές πρακτικές και λόγους, είναι μεγάλη – και των αριστερών που θα όφειλαν να γνωρίζουν. Και μάλιστα από δυο πλευρές.
Αφενός έτσι συμβάλλουν στην τετριμμενοποίηση του ίδιου του φασιστικού φαινομένου και των αντίστοιχων πρακτικών. Η τετριμμενοποίηση είναι συνήθης στρατηγική των διττών λόγων: χτυπούν με φανατισμό έναν αντίπαλο «αδιαφορώντας» για τις ισοπεδωτικές συνέπειες της γενικευτικής πολεμικής χρήσης ενός χαρακτηρισμού που στην ουσία του προσδιορίζει κάτι διαφορετικό. Εκείνο το διαφορετικό χάνει έτσι την ιδιαιτερότητα ή μοναδικότητά του και γίνεται μια απλή υποπερίπτωση, κάτι λιγότερο κρίσιμο. Τη στρατηγική αυτή την έχουμε ζήσει από κοντά στη δήθεν αφελώς καλοπροαίρετη επιβολή του όρου «γενοκτονία» σε περιπτώσεις εθνοκάθαρσης. Ο «υπερβάλλων ζήλος» των πατριωτισμών που πολλαπλασίασαν τις «γενοκτονίες» ή ακόμα και τα «ολοκαυτώματα» δεν προκάλεσε απλώς ως παράπλευρη απώλεια τη σχετικοποίηση της σημασίας της ναζιστικής εξόντωσης των εβραίων. Το μένος του κάθε είδους αντισημιτισμού εναντίον της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος δεν είναι τυχαίο. Αποσκοπεί στη σταδιακή απενοχοποίηση του ναζισμού. Έτσι λειτουργεί η τετριμμενοποίηση και στην περίπτωση της εύκολης απόδοσης του χαρακτηρισμού «φασιστικό». Δυνάμει αθωώνει τον πραγματικό φασισμό.
Αφετέρου η πληθωριστική κατάχρηση τείνει να νομιμοποιήσει τα σχήματα εξουδετέρωσης της κριτικής ισχύος και της αναλυτικής οξύτητας της έννοιας «φασισμός» που χρησιμοποιούν όσοι «δεν θέλουν να μιλήσουν για τον καπιταλισμό». Γιατί αν το φασιστικό περιορίζεται στο αυταρχικό, τότε η αναγωγή του φασισμού σε ένα από τα είδη ολοκληρωτισμού ακούγεται πειστική. Η μέσω σταλινικού αυταρχισμού δικαιολόγηση της ισοδυναμίας καπιταλιστικού και κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, η κύρια δηλαδή γραμμή επίθεσης της Δεξιάς από την εποχή του ψυχρού πολέμου, ναι μεν πάτησε σε επιδέξια αρθρωμένες –και εμπειρικά θεμελιωμένες– θεωρητικές κατασκευές της φιλελεύθερης πολιτικής φιλοσοφίας, τροφοδοτήθηκε όμως και εξακολουθεί να τροφοδοτείται από την υπεραπλουστευτική γενίκευση της καταγγελίας «φασίστας», «φασιστικό» και «φασισμός».
Και βέβαια η Δεξιά δεν χάνει τέτοιες ευκαιρίες. Οικειοποιείται αμέσως την αφαιρετική γενίκευση και την αξιοποιεί στις κατασκευές τύπου «κόκκινος φασισμός». Επιδιώκει έτσι (πέρα από τις άμεσα απειλητικές δημαγωγικές απολήξεις ενός τέτοιου λόγου) να συσκοτίσει τη εκλεκτική της συγγένεια με το καταγγελλόμενο: γιατί τα δικά της σύνορα με το φασισμό είναι ρευστά.
Πριν περάσουμε όμως σε αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ένα χαρακτηριστικό του αυταρχικού δημαγωγικού ρητορεύματος, όπως έχει καταγραφεί στην έρευνα για τον φασιστικό λόγο. Η επιθετική καρικατούρα του διψασμένου για αίμα κομμουνιστή με το κονσερβοκούτι (καθόλου τυχαία αντιγραμμένη από την αντίστοιχη ναζιστική καρικατούρα του εβραίου), καθώς και η τόσο σταθερή στα καθ’ ημάς αντικομμουνιστικά μυθεύματα αναφορά στον «συμμορίτη», αποτελούν προβολές. Οι συμμορίες είναι οι (εμπνευσμένες από το ποινικό παρακράτος) μορφές οργάνωσης που ανα-συναρθρώνουν το αυταρχικό δυναμικό σε φασιστικό κίνημα. Και το δυναμικό δυσλειτουργεί μεν ακέφαλο, αλλά δεν χάνεται. Και με τους αρχηγούς στη φυλακή, το χρυσαυγίτικο δυναμικό διατηρείται και, έστω μετριασμένο, αναζητά νέα οργανωτικά σχήματα, νέες ευκαιρίες έκφρασης και κομματική στέγη. Γράφω ανήμερα του Πολυτεχνείου και επομένως δεν μου είναι δύσκολο να σκεφτώ από πού μπορεί να ανανεωθεί η πρόσκληση προς αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Τρίβουν τα χέρια τους οι φιλοχουντικοί και οι ακροδεξιοί φίλοι τους.
Νεοφασιστικό δυναμικό;
Όχι, όπως κι ο Τραμπ (για αυτόν έχει γίνει μεγάλη και εμπεριστατωμένη συζήτηση μεταξύ ειδικών), έτσι και οι εδώ φίλοι του δεν είναι φασίστες. Όπως όμως ο Τραμπισμός και οι τακτικές που υιοθετεί (από τη συμμορίτικη οργάνωση των οπαδών μέχρι το είδος της προπαγάνδας και το σχήμα του «αρχηγού») έτσι και ο δικός μας περίγυρος φέρει ισχυρές φασιστικές αναφορές. Το μηντιακό μονοπώλιο ως κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός, το εκπορευόμενο από την επίσημη κρατική εξουσία μείγμα εθνικισμού, «εκλεπτυσμένου» (ως «απλή» ξενοφοβία) ρατσισμού, διαρκούς και απροκάλυπτου, όπως βλέπουμε πλέον, αυταρχισμού και βεβαίως η κατασταλτική αξιοποίηση των ευκαιριών της δυστοπικής συνθήκης του κορωνοϊού (επιβολή μη ελέγξιμων ως προς τη λογική άρα και την αναγκαιότητά τους μέτρων έκτακτης ανάγκης) δεν σηματοδοτούν μόνο περιστολή δημοκρατικών συνθηκών. Ο κίνδυνος ενίσχυσης του υπαρκτού φασιστικού δυναμικού έγκειται στην καλλιέργεια ενός ορίζοντα πραγματικής αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας.
Όχι, δεν έχουμε φασισμό. Έχουμε δημοκρατία. Η δημοκρατία χωράει πολλά πράγματα και σίγουρα χωράει αυταρχισμούς κάθε είδους και έντασης. Δεν σημαίνει όμως πως είναι άτρωτη απέναντί τους. Και η εξασθένισή της, η γενικευμένη αδρανοποίηση των δομών της, η ριζική και μαζική αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς της ήταν και παραμένει το γόνιμο έδαφος ανάπτυξης και εγκαθίδρυσης του φασισμού.
Ήδη οι διατυπώσεις μου σηματοδοτούν όμως μια αμφισημία: το φασισμό ως καθεστώς, ως μορφή διακυβέρνησης, και το φασισμό ως πρακτικό λόγο, αν όχι και ως πολιτισμική ατμόσφαιρα. Όπως και στην περίπτωση της δημοκρατίας –μορφή πολιτεύματος, αξίωση, «μέγεθος», μορφή ζωής ή και πρόγραμμα–, ο φασισμός είναι ταυτοχρόνως και πολιτική συνθήκη και ιδεολογία, δηλαδή τρόπος βίωσης της πραγματικότητας (και μάλιστα με κοσμοθεωρητικές, ακόμα και φιλοσοφικές ή και αισθητικές προεκτάσεις). Ως συνθήκη συνδέεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο οργάνωσης του κράτους και των σχέσεών του με την οικονομία και την πολιτική σκηνή (κρατική διαχείρισή τους), με την επιβολή μιας μονιμοποιημένης κατάστασης εξαίρεσης, με ό,τι αποκαλείται «βοναπαρτισμός» ως προς την εκτελεστική εξουσία, με (παρα)στρατικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ως λόγος συνδέεται, εκτός των πολλών γνωστών άλλων, με μια ιδιάζουσα αντισυστημικότητα (έναν επιφανειακό αντικαπιταλισμό στο όνομα του «λαού»), την άρνηση ή τη νοηματική αντιστροφή των αρχών της δημοκρατίας (όπως μιας απολύτως αντι-ανεκτικής αρχής της πλειοψηφίας, μιας ψευδούς υπεράσπισης «δικαιωμάτων» του έθνους και των «δικών μας», μιας «εθνολαϊκής» δήθεν υπέρβασης της ταξικότητας), την εκκαθαριστική γυμνή βία (και ως «κάθαρση») και βεβαίως μια συλλογικότητα που εξασφαλίζει στο φασισμό τον κινηματικό του χαρακτήρα.
Μπορεί επομένως να υπάρχει, και μάλιστα μπόλικο, φασιστικό δυναμικό σε μη φασιστικό καθεστώς. Μπορεί ο πολιτισμικός μας ορίζοντας να παίρνει φαιές αποχρώσεις χωρίς να έχει καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Χωρίς να εννοώ πως η επικράτηση του φασισμού είναι τυχαίο αποτέλεσμα σε ένα πλαίσιο γενικευμένης αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας, έχω επανειλημμένα υποστηρίξει πως η συνάρθρωση των λογοθετικών πρακτικών, που τεμνόμενες σχηματίζουν το βρόγχο που επιτρέπει την επιβολή του φασισμού, εξαρτάται πράγματι από μια τέτοια συγκυρία.
Και οι αντίστοιχοι λόγοι είναι βεβαίως παρόντες και ισχυροί, πράγμα που άλλωστε δίνει ένα μέρος της απάντησης στο ερώτημα σχετικά με τη διεύρυνση του ακροδεξιού ακροατηρίου και των φασιστικών του θυλάκων, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς: πολιτισμικός αλλά και νεο-βιολογικός ρατσισμός (το περιβάλλον προέλευσης των προσφύγων ή το ισλάμ από τη μία –ως αγριότητα, ακόμα και από ψευτοφεμινιστική σκοπιά–, οι άπειρες αναφορές στο DNA «μας» ή «τους» από την άλλη), ένας αντισημιτισμός που καλά κρατεί στον πυρήνα όλων των συνωμοσιολογιών, η επίκληση ολοκληρωτικών λύσεων για δήθεν αποτελεσματικότερη και αποφασιστικότερη διακυβέρνηση, ο περιρρέων αυταρχισμός σε κάθε πτυχή δημόσιου αλλά και ιδιωτικού βίου, ο εθνοκεντρισμός ως μοναδική θεμελίωση της πρόσληψης του κόσμου, με εμάς, το δικό μας και τους δικούς μας στο επίκεντρο. Η μνησικακία, η σφραγίδα της ψυχικής διάθεσης που καλωσορίζει το φασισμό, παραφυλάει στη γωνία.
Παρόντες στον σύγχρονό μας κόσμο είναι πράγματι και όλοι οι παράγοντες που συγκροτούν τις υποκειμενικές προϋποθέσεις υιοθέτησης μιας αυταρχικής νοοτροπίας: η τάση για εγκατάλειψη σε συμβατικές αξίες (εντυπωσιακή σε μερίδα της νεολαίας), η εύκολη αποδοχή και αναγνώριση αυθεντιών, η προβολικότητα, οι αντιστάσεις ως προς την κριτική εαυτού και την ενδοσκόπηση και κυρίως βέβαια η «ευκολία» της στερεοτυπικής σκέψης.
Μεταφασιστική ακροδεξιά;
Οι όροι υπάρχουν λοιπόν. Με την απολύτως κρίσιμη καταδικαστική απόφαση για τη χρυσαυγίτικη συμμορία αποδυναμώθηκαν ως προς την ευκολία μετάφρασής τους σε υλικά που συναρμολογούνται σε στοιχειωδώς συνεκτικό συλλογικό πρόγραμμα. Κάποια κεντρικά (οργανωτικά και κοσμοθεωρητικά κυρίως) στοιχεία αδρανοποιήθηκαν ως προς την πειστικότητα και τη λειτουργικότητα ενός τέτοιου προγράμματος. Και βεβαίως οι δημοκρατικές δυνάμεις απέδειξαν ότι αντιστέκονται παρά τη γενική ατμόσφαιρα, άρα το άλλο «άκρο» παραμένει ισχυρό. Οι όροι εκκόλαψης του φασισμού δεν εξαφανίστηκαν όμως. Αν θα ανασυγκροτηθούν στην κατεύθυνση και πάλι ενός ιδιαίτερου νεοναζιστικού μορφώματος είναι δύσκολο να κριθεί από τώρα.
Πολλοί παράγοντες ενισχύουν όμως μια πιο αναμενόμενη και πιο γνωστή από τα διεθνή δεδομένα προοπτική. Τη μετάγγιση αυτού του φασιστικού δυναμικού σε κόμματα και οργανώσεις ευκολότερα ανεκτά από το αστικό μπλοκ εξουσίας. Όπως έχει δείξει η πρόσφατη συζήτηση, αυτό που ο Τραβέρσο ονόμασε «μεταφασισμό» μοιάζει να διοχετεύει τη δυναμική που προέρχεται από (μεταλλαγμένες) θέσεις και κινηματικές πρακτικές του φασιστικού προτύπου σε μορφές οργάνωσης της νέας ριζοσπαστικής Ακροδεξιάς, χωρίς κατά προτεραιότητα να αρνείται τον κοινοβουλευτικό μηχανισμό. Το ιδιάζον αλλά και επικίνδυνο αυτών των σχημάτων είναι πως η ίδια τους η λειτουργία εντός της δημοκρατίας συνιστά μια «από τα μέσα» διάλυσή της (αν όχι άμεσα ως πολίτευμα, σίγουρα ως αξίωση και μορφή ζωής).
Και διεθνώς βλέπουμε πόσο ισχυρό είναι πλέον αυτό το ρεύμα. Νεοφασισμός και μεταφασισμός κερδίζουν έδαφος, εντός βεβαίως ενός, όπως είδαμε, δεκτικού κοινωνικού πλαισίου, κυρίως λόγω της αδυναμίας εντοπισμού εναλλακτικών: εναλλακτικών στη μονότονη αυτοαναφορά των νεοφιλελεύθερων ρητορικών, στον μονοδιάστατο και ορατά πλέον άδικο αλλά και αδιέξοδο κόσμο που υπερασπίζονται με κάθε μέσο από κοινού η παραδοσιακή Δεξιά και η μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία. Τον κόσμο αυτόν τον οροθέτησαν οι τρανταχτές λαθροχειρίες του προγράμματος της παγκοσμιοποίησης (που εγκατέστησε συνθήκες πρωτόγνωρης ανισότητας και εκμετάλλευσης, καθώς και τις προϋποθέσεις μιας ραγδαίας περιβαλλοντικής καταστροφής) και –στη δική μας πλανητική γειτονιά– της μονόπλευρης (μόνο για την αγορά και μόνο για το κεφάλαιο) ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πράγματι υπάρχει ζήτημα λαϊκών αξιώσεων και «κομμένων κεφαλών» απομακρυσμένης ελίτ και γραφειοκρατίας, πράγματι πλατύτατα στρώματα του πληθυσμού ζουν την κοινωνική μη-αναγνώριση καθώς και τη συμβολική –μαζί με την υλική– απαξίωση. Αυτή την πρώτη ύλη επεξεργάζεται επιτυχώς αυτή η Δεξιά.
Ότι δεν διαφαίνεται εναλλακτική αναγνωρίσιμη από τα λαϊκά στρώματα είναι και ευθύνη της μόνης δύναμης που θα μπορούσε να την αρθρώσει και να την εκφράσει: της Αριστεράς.
Η μελέτη του Κωστή Παπαϊωάννου «Κερδοσκόποι του φόβου;» αποτελεί το ελληνικό μέρος της σειράς αναλύσεων του Ιδρύματος Φρήντριχ Έμπερτ.
Η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων συμπίπτει φέτος με τη μεγαλύτερη, με διεθνείς διαστάσεις, επίθεση στο νομικό κεκτημένο και την πολιτική νομιμοποίηση του θεσμού της διεθνούς προστασίας…
Το ζήτημα της μετανάστευσης από το 2015 και μετά είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα στον δημόσιο διάλογο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και αυτή τη στιγμή το κατεξοχήν πεδίο ανάπτυξης ακροδεξιού λόγου – από το γνωστό «είναι πρόσφυγες αλλά και εμείς πόσους να πάρουμε;», μέχρι το ακραίο «οι μουσουλμάνοι είναι τρομοκράτες».