
Αλέξανδρος Σακελλαρίου
Δρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
graffiti του Παύλου Τσάκωνα, οδός Πειραιώς, Αθήνα
Μια περίληψη των συμπερασμάτων της έρευνας με ένα σχόλιο από τον χώρο της Εκκλησίας δημοσιεύτηκε στις 16/5/2022 στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Η έρευνα: Σχεδίαση και σκοπός
Η παρούσα έκθεση αποτελεί το δεύτερο μέρος της έρευνας του με θέμα τον δημόσιο λόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, την επιρροή του στην κοινωνία και τη στάση της νεολαίας. Το πρώτο μέρος περιλάμβανε την ποσοτική έρευνα, η οποία διεξήχθη από την Prorata. Μια περίληψή της μαζί με 2 σχόλια δημοσιεύτηκαν στην ΕφΣυν στις 21/3/2022, και ολόκληρη η ανάλυση με τα γραφήματα δημοσιεύεται εδώ, στο site του Σημείου.
Ο σχεδιασμός προέβλεπε εξαρχής τη διεξαγωγή τόσο ποσοτικής όσο και ποιοτικής έρευνας, ώστε τα ευρήματα να μπορούν να μελετηθούν συμπληρωματικά. Κατά συνέπεια, η ποιοτική έρευνα διεξήχθη μετά την ολοκλήρωση της ποσοτικής και την ακόλουθη ανάλυση των δεδομένων, ώστε να έχει διαμορφωθεί μια σχετικά ικανοποιητική εικόνα των στάσεων και των αντιλήψεων των νέων και να υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν υπόψη τα ευρήματα της ποσοτικής κατά τη διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. Η ποιοτική έρευνα πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα από 19/1 έως 3/2/2022 μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας επικοινωνίας και περιλάμβανε συνολικά 9 ημι-δομημένες συνεντεύξεις και 2 ομάδες εστιασμένης συζήτησης (focus groups) με τη συμμετοχή 21 ατόμων συνολικά. Η Prorata ανέλαβε τον εντοπισμό και την ενημέρωση των συμμετεχόντων/συμμετεχουσών και ο συντάκτης της παρούσας έκθεσης τη διεξαγωγή και την ανάλυση των συνεντεύξεων και των focus groups. Ο μέσος όρος διάρκειας των συνεντεύξεων ήταν τα 30 λεπτά, ενώ τα δύο focus groups διήρκεσαν συνολικά πάνω από 3 ώρες και 45 λεπτά. Όλες οι συνεντεύξεις και τα focus groups ηχογραφήθηκαν έπειτα από τη γραπτή ή την προφορική συναίνεση των συμμετεχόντων/συμμετεχουσών και όλα τα ονόματα τα οποία συνοδεύουν τα επιλεγμένα παραθέματα αποτελούν ψευδώνυμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το διαθέσιμο υλικό ήταν πολύ εκτενέστερο από αυτό που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκθεση, αλλά έγινε αυστηρή επιλογή για λόγους έκτασης.
Ως προς τα χαρακτηριστικά του δείγματος, οι ηλικίες ποίκιλαν από 18 έως 35 ετών, 10 ήταν άνδρες και 11 γυναίκες, 16 βρίσκονταν στην Αθήνα και 5 στην επαρχία, αλλά από όσες και όσους ήταν στην Αθήνα κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων αρκετοί είχαν έρθει τα τελευταία 2-3 χρόνια από την επαρχία για σπουδές. Αναφορικά με την εκπαίδευση, είτε συνέχιζαν τις σπουδές τους μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (σπουδαστές, φοιτητές) είτε είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και ορισμένοι ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού (3) ή διδακτορικού τίτλου (1). Οι μισοί σχεδόν (8) από τους/τις συμμετέχοντες/συμμετέχουσες, κυρίως οι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν ήταν πλέον φοιτητές, εργάζονταν είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα, ενώ κάποιοι ήταν άνεργοι (2). Από τους φοιτητές ορισμένοι εργάζονταν κατά καιρούς σε περιστασιακές εργασίες.
Ο βασικός σκοπός της ποιοτικής έρευνας ήταν να εστιάσουμε σε ορισμένα από τα σημεία/ευρήματα της ποσοτικής, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τη στάση και τις αντιλήψεις των νέων ανθρώπων για την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς και να αναζητήσουμε ενδεχόμενες εξηγήσεις γι’ αυτή τους τη στάση. Για τον λόγο αυτόν επιλέχθηκε η ημι-δομημένη συνέντευξη, μια κατά κάποιον τρόπο πιο «χαλαρή» συζήτηση, κατά την οποία οι νέες και οι νέοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους ελεύθερα και να αναπτύξουν και να εξηγήσουν τις αντιλήψεις και τις στάσεις τους απέναντι στην Εκκλησία και τον δημόσιο λόγο της. Για τον ίδιο λόγο, το δείγμα επιλέχθηκε μεταξύ εκείνων που είχαν ήδη συμμετάσχει στην ποσοτική έρευνα και που βεβαίως είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να λάβουν μέρος και στην επόμενη φάση της.
Σε αντίθεση με την ποσοτική, η ποιοτική έρευνα δεν επιτρέπει γενικεύσεις, μπορεί όμως να παρέχει πληροφορίες και να οδηγήσει σε διαπιστώσεις που δεν είναι εφικτό να καταγραφούν στην ποσοτική, γι’ αυτό και ο συνδυασμός τους θεωρήθηκε ως ιδανική επιλογή. Μέσα από την ποιοτική ανάλυση μπορεί κανείς να καταγράψει και να διερευνήσει τον τρόπο συγκρότησης των αντιλήψεων των νέων, καταγράφοντας τα επιχειρήματα, τις λέξεις και τις φράσεις που χρησιμοποιούν, ακόμα και τις φωνητικές, σωματικές ή εκφραστικές τους αντιδράσεις σε σχέση με την Εκκλησία και τον δημόσιο λόγο της, όπως θα φανεί σε ορισμένα σημεία της έκθεσης. Η βασική επιδίωξη ήταν, έχοντας από τη μια μεριά τον λόγο της Εκκλησίας, να εξετάσουμε από την άλλη τον λόγο των νέων, πώς συγκροτείται και πώς αρθρώνεται επί μιας σειράς θεμάτων τα οποία είχαν ήδη αναφερθεί στην ποσοτική έρευνα, αλλά με μια διάθεση εμβάθυνσης στο μέτρο του εφικτού. Οι κύριοι άξονες, οι οποίοι αποτελούν και τις ενότητες της παρούσας έκθεσης, ήταν οι προσωπικές πεποιθήσεις των νέων ως προς το θρησκευτικό φαινόμενο και η σχέση τους με την Εκκλησία, οι απόψεις τους για την Εκκλησία και τις σχέσεις της με το κράτος, ο δημόσιος λόγος της Εκκλησίας και η επιρροή του στην κοινωνία. 1
Θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές
Από την ποσοτική έρευνα και ανάλυση προέκυψε ότι αν και η πλειονότητα των νέων αυτο-χαρακτηρίζονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αφενός καταγράφεται ένα μεγάλο ποσοστό νέων που δηλώνουν ανοιχτά άθεοι/άθεες και αφετέρου ένας αριθμός νέων που είτε δηλώνουν μόνο κατ’ όνομα (nominal) ή πολιτισμικά (cultural) Χριστιανοί Ορθόδοξοι χωρίς να πιστεύουν στον θεό (belonging without believing) ή να πιστεύουν σε κάποια ανώτερη δύναμη / ανώτερο ον, χωρίς να θεωρούν ότι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία (believing without belonging). Η τήρηση των παραδόσεων και των εθίμων φαίνεται σε κάποιες περιπτώσεις να προτάσσεται της θρησκευτικής πίστης, ενώ ορισμένες παραδόσεις και έθιμα ακολουθούνται ακόμα και από ανθρώπους που δεν θεωρούν ότι ανήκουν στους Ορθόδοξους Χριστιανούς, όπως φαίνεται και στο παρακάτω απόσπασμα.
«Μεγάλωσα σε ορθόδοξο περιβάλλον. Τα χριστιανικά έθιμα μου αρέσουν ως τέτοια, ως έθιμα, όχι θρησκευτικά, το κομμάτι της παράδοσης, το πόσο μας δίνει την ευκαιρία να στοχαστούμε, να έρθουμε κοντά με την οικογένειά μας, την πνευματικότητα, κρατάω αυτό το κομμάτι και όχι το ίδιο το θρήσκευμα, οπότε δεν μπορώ να πω ότι αυτο-χαρακτηρίζομαι Χριστιανή Ορθόδοξη» (Τασία 29).
Ως προς τον θρησκευτικό αυτο-χαρακτηρισμό, αν και προφανώς το δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό, καταγράφηκαν παρόμοια ευρήματα με την ποσοτική έρευνα. Από το σύνολο των 21 ατόμων, 12 αυτο-χαρακτηρίστηκαν ως άθεοι, αγνωστικιστές ή αδιάφοροι, 6 ως πιστοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ανήκοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία με διαφορετικό βαθμό εγγύτητας, και 3 ως πιστοί μεν, αλλά διατηρώντας μια προσωπική σχέση με το θείο και χωρίς ιδιαίτερη επαφή ή εγγύτητα με την Εκκλησία. Παρά ταύτα, όλες και όλοι μεγάλωσαν σε οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η θρησκευτική πίστη και κυρίως οι θρησκευτικές πρακτικές ήταν παρούσες, αν και όχι πάντοτε με την ίδια ένταση, με συνέπεια άλλοτε αυτά τα περιβάλλοντα να χαρακτηρίζονται ως χαλαρά και κατά κάποιον τρόπο ουδέτερα και άλλοτε πολύ κοντά στην Ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία. Υπήρχε για παράδειγμα η περίπτωση ενός συμμετέχοντος που ο πατέρας του ήταν ιερέας, αλλά και η περίπτωση συμμετέχουσας που ο πατέρας της ήταν άθεος, ενώ κάποιος άλλος δήλωσε άθεος αν και σε μικρή ηλικία πήγαινε μέχρι και στο κατηχητικό. Από τις περιπτώσεις εκείνες που αυτο-τοποθετήθηκαν στους Χριστιανούς Ορθόδοξους ενδιαφέρουσα είναι η παρακάτω, η οποία περιλαμβάνει και τη συνειδητοποίηση της σημασίας της τυχαιότητας του τόπου γέννησης ως προς τη θρησκεία.
«Προέρχομαι από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, προφανώς και είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη. [Αλλά] επειδή γεννήθηκα στην Ελλάδα. Αν ήμουν σε κάποιο άλλο κράτος προφανώς και θα είχα κάποιο άλλο θρήσκευμα. […] Θεωρώ ότι όλες οι θρησκείες λένε πάνω κάτω τα ίδια, πιστεύω στην έννοια της προσευχής. Ναι μεν είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη, αλλά με κάποιους ενδοιασμούς» (Γιάννα 34).
Αυτή η αίσθηση «κληρονομικότητας» της θρησκείας εκφράστηκε και από άλλη μια συμμετέχουσα και αναδεικνύει μια σημαντική διάσταση του θέματος, η οποία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρκετοί πηγαίνουν στην εκκλησία κυρίως ή αποκλειστικά για πολιτισμικούς λόγους ενισχύει ένα ήδη διατυπωμένο κοινωνιολογικό επιχείρημα, ότι δηλαδή η θρησκεία λειτουργεί ως μνήμη που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μέσω της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνίας (π.χ. εκπαιδευτικό σύστημα) με συνέπεια κάποια στιγμή να χάνεται η θρησκευτική ουσία και να παραμένει ένα τυπικό εξωτερικό περίβλημα. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις φαίνεται ότι αυτό που κοινωνιολογικά έχει περιγραφεί ως αλυσίδα της θρησκευτικής μνήμης (μετάδοση της θρησκευτικής πίστης από γενιά σε γενιά) διαρρηγνύεται και ορισμένα μέλη της οικογένειας ή της κοινότητας απομακρύνονται από την πατροπαράδοτη θρησκευτική πίστη.
Σε σχέση με τις θρησκευτικές πρακτικές (συμμετοχή σε θρησκευτικές λειτουργίες, τελετές, προσευχή, νηστεία κ.λπ.) καταγράφηκε ποικιλία απαντήσεων. Καταγράφηκε, για παράδειγμα, η περίπτωση ενός συμμετέχοντα που ως γιος ιερέα βρισκόταν σχεδόν επί καθημερινής βάσης στην εκκλησία για τις λειτουργίες, ενώ ήταν και κατηχητής στο κατηχητικό σχολείο για παιδιά του Δημοτικού. Από την άλλη μεριά υπήρχαν και οι περιπτώσεις εκείνων που δήλωσαν άθεοι και αγνωστικιστές και απάντησαν ότι πηγαίνουν στην εκκλησία είτε σε περιπτώσεις κοινωνικών εκδηλώσεων (γάμοι, βαφτίσεις κ.λπ.) είτε προκειμένου να επισκεφθούν έναν ιστορικό ναό ή ένα μοναστήρι. Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτώμενων δήλωσε ότι επισκέπτεται την εκκλησία την περίοδο του Πάσχα και πολύ λιγότερο τα Χριστούγεννα και τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ σπανίζουν οι περιπτώσεις εκείνων που δήλωσαν ότι πηγαίνουν στην εκκλησία πιο τακτικά, π.χ. μια φορά το μήνα ή μια φορά το τρίμηνο. Από τους πιστούς ορισμένοι δήλωσαν ότι προσεύχονται τακτικά, ακόμα και καθημερινά, ή κάνουν τον σταυρό τους όταν περνούν έξω από κάποια εκκλησία.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ήταν οι απαντήσεις ορισμένων νέων που υποστήριξαν ότι η κοινωνικότητα και η πολυκοσμία στην εκκλησία σε συνδυασμό με τον καθωσπρεπισμό (π.χ. να πηγαίνεις την Κυριακή με τα καλά σου ρούχα) τους απωθεί και προτιμούν όταν πηγαίνουν να είναι μόνοι τους εντός του ναού. Όπως υποστήριξε χαρακτηριστικά ένας ερωτώμενος,
«Πηγαίνω εκκλησία αλλά δεν πηγαίνω όταν γίνονται… όταν έχει λειτουργία, δεν μ’ αρέσει όλο αυτό που γίνεται, πηγαίνω για προσωπικούς λόγους γιατί νιώθω μέσα εκεί μια ηρεμία, όταν είναι άδεια. […] Νομίζω ότι τον θεό τον έχεις μέσα σου. Πάνε όλοι οι γέροι προφανώς γιατί έχουν τέτοια βιώματα κι έτσι έχουν μεγαλώσει, είναι και το αποκούμπι τους πλέον και κάνουνε διαγωνισμό για το ποιος είναι ο πιο καλός χριστιανός. […] Δεν μπορώ όλο αυτό το πράγμα που είναι όλοι comme il faut, πρέπει να είσαι με τα καλά σου, σε κοιτάζουν, εγώ πηγαίνω με φόρμες, όταν πηγαίνω» (Τάσος 35).
Το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί σε σχέση και με τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας είναι ότι εκείνοι οι νέοι που διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πίστη –δηλαδή όχι εκείνοι που δηλώνουν άθεοι/αγνωστικιστές ή εκείνοι που δεν διατηρούν καθόλου δεσμούς με την Εκκλησία– είτε δεν επισκέπτονται συχνά τους ναούς, επιλέγοντας συνήθως μόνο ορισμένες μεγάλες γιορτές, είτε προσεύχονται και πιστεύουν ατομικά, κατ’ οίκον ή στην εκκλησία, αλλά χωρίς να συμμετέχουν σε συλλογικές τελετές, εμφανίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια τάση εξατομίκευσης. Όπως θα φανεί από τις επόμενες ενότητες, αυτή η απομάκρυνση και η εξατομίκευση συνδέεται εν μέρει με τις απόψεις που διατηρούν για τον θεσμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και για τον δημόσιο λόγο που εκφέρει.
Απόψεις για την Εκκλησία ως θεσμό
Οι αρνητικές στάσεις των νέων απέναντι στην Εκκλησία, οι οποίες καταγράφηκαν εμφανώς στην ποσοτική έρευνα, επιβεβαιώθηκαν λαμβάνοντας μορφή και περιεχόμενο μέσω των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν. Η πλειονότητα των ερωτώμενων, ακόμα και άνθρωποι που δήλωσαν πιστοί και θρησκευόμενοι, στάθηκε ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στην Εκκλησία. Αρκετά λιγότεροι ήταν εκείνοι που είτε εξέφρασαν θετική άποψη είτε απάντησαν ότι δεν έχουν ούτε θετική ούτε αρνητική άποψη. Πώς όμως αποκρυσταλλώθηκε λεκτικά αυτή τους η στάση;
Οι πιο χαρακτηριστικές διατυπώσεις τους για την Εκκλησία ήταν οι εξής:
«Είναι ένας διεφθαρμένος θεσμός»
«Είναι παρωχημένος θεσμός»
«Η Εκκλησία είναι πολύ πίσω»
«Η Εκκλησία είναι ένας συντηρητικός, πατριαρχικός θεσμός που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε πρόοδο»
«Είναι αντιδραστική, είναι συντηρητική»
«Μοιάζει με ένα πολυκατάστημα»
«Ως θεσμός είναι πολύ ξεπερασμένος».
Όλες οι απαντήσεις αυτού του περιεχομένου επικεντρώνονται στον θεσμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και σχεδόν πάντα γίνεται ένας διττός βασικός διαχωρισμός προς διευκρίνιση από τη μεριά αρκετών ερωτώμενων. Αφενός ότι η κριτική τους στάση αφορά την Εκκλησία και κυρίως τον ανώτερο κλήρο, καθώς εκεί εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα είτε λόγω της εξουσίας που κυριαρχεί και ασκείται στα ανώτερα κλιμάκια είτε επειδή συχνά ο ανώτερος κλήρος καλύπτει προβλήματα που εμφανίζονται στον κατώτερο κλήρο, όπως για παράδειγμα η περίπτωση καταγγελιών για βιασμό και παρενόχληση από τη μεριά ενός ιερέα που ήταν στην επικαιρότητα την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας και αποτυπώθηκε με έντονο τρόπο στη διάρκεια των συζητήσεων. Συνεπώς, αρκετά συχνά υπογραμμίζεται ότι υπάρχουν και «καλοί ιερείς», πραγματικά «άγιοι άνθρωποι», που επιτελούν έργο στην Εκκλησία, αν και η πλειονότητα υποστήριξε ότι η ζυγαριά γέρνει προς την αρνητική εικόνα. Αφετέρου τονίστηκε με έμφαση ότι η Εκκλησία και η θρησκεία δεν πρέπει να ταυτίζονται, καθώς για την αρνητική εικόνα που εμφανίζει η Εκκλησία δεν ευθύνεται η θρησκεία καθεαυτή και συνεπώς «δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τη θρησκεία». Παρά την κριτική για τον θεσμό, όπως σημείωσε ένας ερωτώμενος,
«καλό είναι να υπάρχει η Εκκλησία, κανείς δεν είπε να καταργηθεί η Εκκλησία, αλλά πρέπει να αλλάξει τη στάση της» (Δήμος 23).
Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν κάποιοι που θεώρησαν ότι το πρόβλημα είναι εγγενές στον Χριστιανισμό και τα ιερά του κείμενα και ότι εκεί βρίσκουν έρεισμα πολλοί κληρικοί για να εκφράσουν τις ακραίες θέσεις τους, όπως θα αναφερθεί και σε επόμενη ενότητα.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές απαντήσεις προήλθε από μια πολύ θρησκευόμενη συμμετέχουσα, η οποία όμως εξέφρασε έντονα αρνητική άποψη για την Εκκλησία, και με αφορμή τη στάση της κατά την πανδημία του κορωνοϊού την χαρακτήρισε παρακράτος.
«Ειδικά στην αρχή που υπάρχει μια νομοθεσία η οποία είναι για όλους, είναι για όλους, δεν υπάρχει παρακράτος που θα αποφασίσει μόνο του άμα θα ανοίξουν οι εκκλησίες ή άμα θα γίνει [θεία] κοινωνία, υπάρχει ένας κανονισμός που είναι για όλους και όταν σπάει αυτός ο κανονισμός από κάποιον, εκεί δημιουργείται το παρακράτος, πάει να πει ότι κάποιος είναι πιο δυνατός από τον νόμο […] [Παρακράτος] σημαίνει όταν κρυφά μπορώ να περάσω ό,τι επιθυμώ γιατί στην πραγματικότητα εγώ διοικώ. Όταν μπορώ να μη δώσω σημασία σε νομοθεσίες, επειδή είμαι πάνω από το κράτος στην πραγματικότητα» (Δήμητρα 31).
Συνολικά για την πανδημία, αν και δεν είχαν όλες και όλοι ξεκάθαρη γνώση των ακριβών θέσεων της Εκκλησίας, οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ιδίως στην αρχή διαδραμάτισε αρνητικό ρόλο με τη στάση της ως προς την τήρηση των μέτρων, ενώ θεωρήθηκε ότι μετά έκανε στροφή 180 μοιρών, γεγονός που εν γένει αξιολογήθηκε θετικά. Παρά ταύτα, κρίθηκε ότι είχε ήδη επιδράσει αρνητικά αναφορικά με την τήρηση των μέτρων, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις που δήλωσαν ότι δεν πηγαίνουν σχεδόν καθόλου στην εκκλησία την τελευταία διετία λόγω μη τήρησης των μέτρων στους ναούς, εκτός και αν δεν τελείται λειτουργία. Το δεύτερο σημείο κριτικής ήταν ότι η Εκκλησία ως θεσμός δεν έλαβε αυστηρά μέτρα κατά ανώτερων και κατώτερων κληρικών ή κατά μοναχών που δεν τήρησαν τα μέτρα ή διέσπειραν θεωρίες συνωμοσίας, σημειώνοντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη αυστηρότητα. Στο ερώτημα γιατί μπορεί να συνέβη αυτό δόθηκε η παρακάτω εξήγηση με την οποία συμφώνησαν και άλλοι ερωτώμενοι:
«Η στάση της Εκκλησίας στον κορωνοϊό είναι διττή. Η Ιερά Σύνοδος μπορεί να τάχθηκε υπέρ του εμβολιασμού, αλλά υπήρχαν και άλλοι όπως ο κ. Αμβρόσιος, αυτό το μπουμπούκι που ήταν κατά του εμβολιασμού. [Υπάρχει] Ισχυρή παρούσα μειοψηφία στους κόλπους της Εκκλησίας. Γιατί δεν τους τιμωρεί; Γιατί δεν τους αποβάλλει από τους κόλπους της; Συμφέρει την Εκκλησία να υπάρχουν αυτοί οι κληρικοί για δύο λόγους. Πρώτα πρώτα αυτοί οι κληρικοί κρατούν κοντά στην Εκκλησία τους αρνητές, μολονότι η Εκκλησία δεν είναι με τους αρνητές, η Εκκλησία έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Από την άλλη έχοντας αυτούς τους λίγους εμφανίζει τον εαυτό της καλύτερο, “δείτε τι υπάρχει, εμείς είμαστε καλύτεροι”» (Μιχάλης 22).
Στην περίπτωση της πανδημίας, εκείνο που παρατηρήθηκε ήταν ότι όσοι διατηρούσαν χαλαρή ή καμία σχέση με τη θρησκεία θεώρησαν τη στάση της Εκκλησίας γενικά αρνητική με κάποιες θετικές εξαιρέσεις, ενώ όσοι είχαν στενή ή πολύ στενή σχέση με τη θρησκεία εξέφρασαν την αντίθετη θέση, ότι δηλαδή η στάση της ήταν εν γένει θετική με ορισμένες αρνητικές εξαιρέσεις. Παρ’ όλα αυτά καταγράφηκε ακόμα και από ορισμένους πιστούς μια ισχυρή κριτική ως προς τη στάση της Εκκλησίας κατά την πανδημία και αυτό είναι αξιοσημείωτο.
Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος
Στο θέμα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας η πλειονότητα τάχθηκε υπέρ του διαχωρισμού μεταξύ των δύο θεσμών, αν και υποστηρίχθηκε, γελώντας, ότι «είναι παράλογο να το συζητάμε αυτό το 2022» και ότι θα έπρεπε ήδη να έχει συμβεί:
«Η ιδανική κοινωνία δεν εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από την Εκκλησία, η ιδανική πολιτεία και κοινωνία και κράτος, δεν [πρέπει να] έχει τέτοιο βαθμό εξάρτησης» (Αθηνά 32).
Παρά ταύτα, όπως τονίστηκε,
«η Ελλάδα είναι ανεξίθρησκη χώρα και όχι θεοκρατία»,
αν και υπήρξε απάντηση ότι αν και αυτό πράγματι ισχύει συνταγματικά, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά ζητήματα που προκαλούν προβλήματα. Ως προς τον ουδετερόθρησκο χαρακτήρα του κράτους και της πολιτείας τονίστηκαν ακόμα και συμβολικά ζητήματα, όπως το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των διαγγελμάτων του Πρωθυπουργού πίσω του υπάρχει η εικόνα της Παναγίας. Κάποιοι πάντως υποστήριξαν ότι ακόμα και αν γίνει ο διαχωρισμός αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει ιδεολογική διάκριση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, αλλά μπορεί να ωφελήσει οικονομικά, ενώ άλλοι ότι αν ο διαχωρισμός είχε συμβεί παλαιότερα σήμερα θα ήμασταν πολιτισμικά διαφορετική χώρα.
Η συντριπτική πλειονότητα υποστήριξε ότι δεν επιθυμεί την εμπλοκή της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα, ακόμα και εκείνοι που αυτοχαρακτηρίστηκαν αρκετά πιστοί:
«θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να έχει τόσο στενή σχέση με το κράτος, ναι με το έθνος όχι με την πολιτική, με την πολιτική από πού κι ως πού;» (Δήμητρα 29),
ενώ μόνο δύο θεώρησαν ότι θα έπρεπε να εκφράζει περισσότερο την άποψή της ακόμα και να της ζητείται –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα εισακούεται από την πολιτεία– επειδή εκφράζει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Οι περισσότεροι που τάχθηκαν υπέρ του διαχωρισμού επισήμαναν ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί, ότι «φαντάζει ουτοπικό», όπως αναφέρθηκε, με μια ισχυρή δόση απογοήτευσης, διότι όλα τα πολιτικά κόμματα φαίνεται να μην λαμβάνουν τη σχετική απόφαση εξαιτίας του θεωρούμενου ως υψηλού πολιτικού κόστους:
«Πρέπει να υπάρξει μια διαχωριστική γραμμή σε αυτό που λέμε Εκκλησία-κράτος, να μπούνε κάποια όρια, γιατί μου φαίνεται ότι κάποιοι τα έχουν ξεφτιλίσει τα πράγματα, δεν έχουμε για παράδειγμα ΜΕΘ, δεν έχουμε εκχιονιστικά, δεν έχουμε πυροσβεστικά το καλοκαίρι, δεν έχουμε να φάμε, δεν έχουμε δουλειά […] αλλά […] 4.000 παπάδες να προσληφθούνε […] Γιατί δεν γίνεται διαχωρισμός Εκκλησίας και κράτους; Είναι καθαρά για ψηφοθηρικούς σκοπούς, είναι το πολιτικό κόστος για οποιοδήποτε κόμμα θα το πει και πολύ περισσότερο θα το κάνει πράξη» (Λευτέρης 34).
Σε συγκεκριμένα παραδείγματα εκφράστηκε άποψη υπέρ της αφαίρεσης των εικόνων από τα σχολεία και τα δημόσια κτίρια, η αλλαγή του Συντάγματος, η κατάργηση του αγιασμού στα σχολεία και κυρίως η αναγκαιότητα αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως προέκυψε εμφατικά και από την ποσοτική έρευνα. Η πλειονότητα υποστήριξε ότι το μάθημα δεν μπορεί να διδάσκεται με τη σημερινή του μορφή, διότι πρόκειται στην ουσία για κατήχηση, για μύηση, και όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά
«αν ήθελα κατήχηση θα πήγαινα στο κατηχητικό» (Μιχάλης 22).
Τονίστηκε η ανάγκη διδασκαλίας όλων των θρησκειών καθώς είναι και θέμα συμπερίληψης των άλλων ανθρώπων, ενώ για όσους δεν πιστεύουν υποστηρίχθηκε ότι μπορεί να γίνει και επιλεγόμενο ή να διδάσκονται ακόμα και η αθεΐα και ο αγνωστικισμός ως κοινωνικά φαινόμενα:
«Θα χαιρόμουν πάρα πολύ αν εγώ μεγαλώνοντας στο σχολείο μάθαινα και για κάποιες άλλες θρησκείες θέματα και γενικά θέματα πίστης […] οφείλω να ξέρω κι άλλες θρησκείες» (Τατιάνα 27).
Κρίσιμο σημείο για την αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας των θρησκευτικών θεωρήθηκε και η πολυπολιτισμική πλέον σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας.
«Άμα θες να μάθεις κάτι, να μάθεις για όλες τις θρησκείες, να μάθεις από τι αποτελείται η κάθε θρησκεία, τι πρεσβεύει η κάθε θρησκεία. Και μη μου πείτε ότι τώρα είμαστε στην Ελλάδα, ναι στην Ελλάδα είμαστε και είμαι και πάρα πολύ περήφανος που είμαι Έλληνας, δεν διαφωνώ, αλλά δεν είναι η Ελλάδα χώρα που την απαρτίζουν μόνο Έλληνες, ευτυχώς ή δυστυχώς, είμαστε παγκοσμιοποιημένη χώρα και θεωρώ ότι είμαστε και πολυπολιτισμική χώρα» (Λευτέρης 34).
«Ας πούμε ο αγιασμός στα σχολεία, μιλάμε πλέον για διαπολιτισμικά σχολεία, για σχολεία που υπάρχουν μαθητές από όλες τις πλευρές, από όλες τις μεριές του κόσμου, ακόμα και πολλοί που έρχονται από Ορθόδοξες οικογένειες, δεν είναι καν Ορθόδοξοι, για μένα δεν έχει θέση [το μάθημα]» (Κική 23).
Πολύ ενδιαφέρουσα ως προς τον διαχωρισμό ήταν και η άποψη ενός συμμετέχοντα που ήταν αρκετά πιστός, αν και όχι κοντά στην Εκκλησία:
«ο διαχωρισμός θα ήταν προς όφελος της Εκκλησίας, αυτό δεν το καταλαβαίνουνε. Η Εκκλησία από μόνη της θα έπρεπε να έχει ωθήσει [τα πράγματα προς] στον διαχωρισμό, για την ίδια, γιατί θα κερδίσει μελλοντικές γενιές» (Τάσος 35).
Εκκλησία και ιδεολογία
Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος που αναδείχθηκε μέσα από την έρευνα, χωρίς να είναι ρητά διατυπωμένη ως ερώτημα, ήταν εκείνη της σχέσης της Εκκλησίας με την πολιτική ιδεολογία και τις πολιτικές παρατάξεις. Αρχικά, αρκετοί ήταν εκείνοι που υπογραμμίζοντας τον διαχρονικά αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία σημείωσαν με έμφαση την πολύ καλή της σχέση και συνεργασία με τη χούντα (1967–1974) και τη συνδρομή της στην υποστήριξη και την αναπαραγωγή συνθημάτων όπως το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Από εκεί και στο εξής η πλειονότητα των ερωτώμενων υπογράμμισε τις στενές σχέσεις της Εκκλησίας με τη Δεξιά διαχρονικά και όχι μόνο στη σημερινή συγκυρία:
«Η κεντρική γραμμή της Εκκλησίας είναι μια μετριασμένα συντηρητική οπτική που συμπίπτει με την ιδεολογική γραμμή της ΝΔ, με την πλατιά παράταξη της Δεξιάς» (Ευάγγελος 22).
Πιο αναλυτικά υποστηρίχθηκε ότι
«η ελληνική Εκκλησία έχει ταυτιστεί, έχει συνταχθεί καλύτερα, τουλάχιστον σαν ηγεσία και σαν θεσμός, σαν σύνολο με αυτό που λέγαμε στην Ελλάδα συντηρητισμός, συντηρητική παράταξη, Δεξιά, και με τις ανάλογες αξίες, στρατηγικές και συμφέροντα που αυτή εκπροσωπούσε ιστορικά. Αυτό υπάρχει και μέχρι σήμερα πιστεύω, παρ’ όλο που έχουνε γίνει κάποιες ρωγμές ας πούμε, προσπάθειες να ενσωματωθεί και μια άλλη, πιο προοδευτική αφήγηση μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και της ηγεσίας, αλλά συνολικά δεν νομίζω ότι αλλάζει το πρόσημο και τον ρόλο, και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς μάλλον» (Δημήτρης 30).
Σε όλη αυτή τη συζήτηση θεωρείται πολύ σημαντική και η σύνδεση με το έθνος. Αν και αναφέρθηκε ότι κατά το παρελθόν η Εκκλησία διαδραμάτισε έναν ενδεχομένως θετικό ρόλο διατήρησης της εθνικής συνοχής, ιδίως κατά την Οθωμανική περίοδο και λίγο μετά την Επανάσταση του 1821, εντούτοις υποστηρίχθηκε ότι στη συνέχεια κατά την περίοδο των δικτατοριών ή του Εμφυλίου και μεταγενέστερα, μέχρι σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογική της τάση είναι πολύ κοντά, αν δεν ταυτίζεται, με τη Δεξιά.
Υπήρξαν δε και κάποιοι που υποστήριξαν ότι συχνά οι θέσεις που εκφράζονται από εκκλησιαστικούς φορείς, αλλά και οι αντιλήψεις τους, ανήκουν στον ακροδεξιό χώρο, ιδίως σε θέματα μετανάστευσης, που αν και υπήρχαν για παράδειγμα
«ιερείς στη Μυτιλήνη που βοήθησαν πραγματικά, άλλοι είχαν ακροδεξιές θέσεις» (Ευτυχία 24),
όπως σημείωσε μια ερωτώμενη που διατηρούσε σχέσεις με το νησί.
«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι πεφωτισμένοι, δεν διαχωρίζουν τους ανθρώπους […] η πλειοψηφία όμως επειδή υπάρχει αυτή η ακροδεξιά ιδεολογία στους κόλπους της [Εκκλησίας], η οποία ιδεολογία έτσι κι αλλιώς δεν δέχεται τους μετανάστες, έχει εμπλακεί το θρησκευτικό με το πολιτικό κομμάτι» (Τάσος 35).
Αντίστοιχη αναφορά περί παρουσίας ακροδεξιών απόψεων στην Εκκλησία έγινε και με αφορμή τη συζήτηση για την πανδημία.
«Ένα μεγάλο κομμάτι της [Εκκλησίας] ένιωθε να χάνει ας πούμε τον ρόλο της που θα προσέφερε μια ασφάλεια… ένα σημαντικό μέρος και αρνήθηκε επιστημονικές αρχές και έπαιξε έναν επικίνδυνο ρόλο όσον αφορά θεωρίες που διευκόλυναν τη μετάδοση του ιού και δυσχαίρανε την ανακοπή της πανδημίας και «μόλυνε» και τα μυαλά των ανθρώπων με διάφορες ιδεοληψίες και ιδεολογίες, οι οποίες είχανε αρνητικό για μένα, πολύ συντηρητικό και πολλές φορές και ακροδεξιό πρόσημο» (Δημήτρης 30).
Η εν λόγω σύνδεση με τη Δεξιά, αλλά κυρίως με την Ακροδεξιά, θεωρείται άκρως αρνητική και προβληματική και για την ίδια την Εκκλησία, με συνέπεια να υποστηρίζεται ότι η Εκκλησία πλέον επηρεάζει εκτός των άλλων κατά κύριο λόγο
«ανθρώπους πιο συντηρητικούς έως ακροδεξιούς. Πολλοί αποστρέφονται την Εκκλησία επειδή έχουν αυτές τις απόψεις, πολλοί που πιστεύουν, όπως η μητέρα μου, φίλες μου, δεν πηγαίνουν στην εκκλησία γι’ αυτόν το λόγο, της γυρίζει μπούμερανκ [της Εκκλησίας], δεν της κάνει καλό και πρέπει ν’ αλλάξει ρότα» (Ευτυχία 24).
Βέβαια, η σχέση Δεξιάς και Εκκλησίας εμφανίζεται ως αμοιβαία.
«Πολιτικά άμα το πάρουμε στην Εκκλησία πιο κοντά είναι οι δεξιοί και ακόμα περισσότερο οι ακροδεξιοί. Οι δεξιοί γνωρίζοντας ότι η Εκκλησία έχει πολύ μεγάλο έρεισμα στον κόσμο σιγοντάρουν την Εκκλησία και την έχουν από κοντά για πολλούς ψηφοθηρικούς λόγους, αυτό είναι ξεκάθαρο, επίσης πολλοί από αυτούς είναι μεγαλωμένοι με το δόγμα πατρίς-θρησκεία-ικογένεια, επομένως το νιώθουν πολύ δικό τους όλο αυτό που συμβαίνει» (Τάσος 35).
Αν και δεν ταυτίζουν συνολικά την Εκκλησία με την Ακροδεξιά, εντούτοις θεωρούν ότι υπάρχει ισχυρό έρεισμα στον συγκεκριμένο χώρο, ενώ η σχέση με τη Δεξιά θεωρείται σχεδόν αυτονόητη.
Ο δημόσιος λόγος της Εκκλησίας
Τα κεντρικά ευρήματα της ποσοτικής έρευνας αναφορικά με τον δημόσιο λόγο της Εκκλησίας επιβεβαιώθηκαν και από την ποιοτική έρευνα. Η συζήτηση με τις νέες και τους νέους επικεντρώθηκε στο κατά πόσον ο λόγος της Εκκλησίας περιέχει ρατσιστικά, ξενοφοβικά, σεξιστικά, ομοφοβικά ή άλλα στοιχεία διάκρισης και κατά πόσο ασκεί επιρροή στους νέους και στην κοινωνία συνολικά, παράμετρος που θα εξεταστεί στην επόμενη ενότητα.
Σύμφωνα με την πλειονότητα των νέων, ο δημόσιος λόγος της Εκκλησίας για μια σειρά από θέματα που άπτονται των ανθρώπινων δικαιωμάτων χαρακτηρίστηκε από συντηρητικός και στάσιμος σε αντιλήψεις περασμένων δεκαετιών έως ρατσιστικός, ομοφοβικός και μισογυνικός:
«Σίγουρα δεν είναι προοδευτικός, οπισθοδρομικός δεν ξέρω αν θα το έλεγα, θα έλεγα ότι μένει στάσιμος, για μεγάλες περιόδους, δεν θεωρώ ότι η Εκκλησία του 2021 έχει αλλάξει από την Εκκλησία του 1990» (Κική 23).
Μάλιστα, όπως σημείωσε μια συμμετέχουσα, που δήλωσε πιστή Χριστιανή Ορθόδοξη, η στάση της Εκκλησίας την αποθαρρύνει από τη συμμετοχή της,
«είναι όντως ρατσιστική η στάση της Εκκλησίας σε όλους τους άξονες [μετανάστες, γυναίκες, ομοφυλόφιλοι], ίσως αν ήταν πιο θετική ίσως να ήμουν κι εγώ πιο κοντά στην Εκκλησία» (Γιάννα 34).
Οι πιο αρνητικοί για την Εκκλησία χαρακτηρισμοί αφορούσαν το θέμα της στάσης της έναντι των γυναικών και των ομοφυλόφιλων, ενώ σημειώθηκε ότι σ’ αυτά τα ζητήματα πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά,
«για τις γυναίκες και τη χειραφέτηση των γυναικών, για τους διεμφυλικούς, τους ομοφυλόφιλους είναι πολύ αρνητική, πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Οι ιερείς έχουν εκφράσει πολύ ακραίο λόγο, χυδαίο λόγο για τους ομοφυλόφιλους» (Γεωργία 18).
Η προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, στις αλλαγές που συντελούνται σε κοινωνικό επίπεδο ήταν κάτι που τονίστηκε από αρκετούς ερωτώμενους.
«Θεωρώ ότι είναι μεσαίωνας, έχει σκοταδιστικές απόψεις θεωρώ ότι η Εκκλησία δεν συμβαδίζει με την τωρινή μας χρονική παρουσία στο τώρα, θεωρώ ότι είναι αναχρονιστικές οι απόψεις της, οπισθοδρομικές, καλλιεργούνε τη μισαλλοδοξία, καλλιεργούνε και τον ρατσισμό» (Λευτέρης 34).
Οι εξηγήσεις για τη στάση της Εκκλησίας έναντι των γυναικών και των ομοφυλόφιλων ήταν δύο ειδών. Σύμφωνα με την πρώτη δεν είναι αιτία η θρησκεία για τη στάση αυτή, αλλά η Εκκλησία και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μητροπολιτών είναι πολύ μεγάλης ηλικίας και γι’ αυτό διατηρούν απόψεις και αντιλήψεις των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε από ένα μέρος των ερωτώμενων η είσοδος νεότερων ανθρώπων στον κατώτερο αλλά και στον ανώτερο κλήρο, ορισμένοι εκ των οποίων θεωρήθηκε ότι ενδέχεται να είναι πιο προοδευτικοί, εντούτοις είτε αυτή η ανανέωση χαρακτηρίστηκε ανεπαρκής είτε υποστηρίχθηκε ότι και αυτοί ενδέχεται να έχουν μεγαλώσει με παρωχημένες αντιλήψεις, με συνέπεια να συνεχίζουν να τις αναπαράγουν και άρα η ηλικία δεν εκλαμβάνεται εξ ορισμού ως ένδειξη προοδευτικότητας και ανεκτικότητας. Για παράδειγμα, για την ισότητα των γυναικών αναφέρθηκε ότι
«Έχουνε μείνει ακόμα στην περίοδο, τι να πω στην περίοδο του Εμφυλίου; Της χούντας; Όπου η γυναίκα ήταν υπό τον άνδρα, [η Εκκλησία] δεν έχει εξελιχθεί, δεν έχει πάει μπροστά, και πώς να πάει μπροστά όταν οι άνθρωποι που καθορίζουν τα πράγματα είναι 80 χρονών και έχουν μείνει στην περίοδο που ο άνδρας ήταν μπροστά και η γυναίκα ακολουθούσε. Μπορεί να αλλάξει η Εκκλησία, μπαίνουν νέα άτομα, αλλά δυστυχώς τα άτομα που μπαίνουνε είναι από εκείνους τους κόλπους, αλλά υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει από τα νεότερα άτομα που μπαίνουν. Αλλά οι άνθρωποι οι οποίοι είναι τώρα μητροπολίτες και καθορίζουν το “είναι” της Εκκλησίας είναι 80-90 χρονών, αυτοί έζησαν το ’50, το ’60, το ’70, άρα αυτοί έχουνε ζήσει μια εποχή που η γυναίκα ήταν πολύ υπό, είναι βίωμά τους αυτό» (Τάσος 35).
«Έχει να κάνει πλέον με τους παλαιότερους και με τους νεότερους ιερείς, θεωρώ ότι οι παλαιότεροι έχουν απλά τα μυαλά οποιουδήποτε ανθρώπου στην Ελλάδα του ’50. [αναφορά στο παράδειγμα από την επικαιρότητα ότι οι γυναίκες είναι φλύαρες σύμφωνα με έναν μητροπολίτη] είναι κοινωνικά στερεότυπα αυτά που απλά υπάρχουνε στην κοινωνία της γενιάς του, δεν έχει να κάνει με την Εκκλησία, ότι πιστεύει αυτό» (Δήμητρα 31).
Με άλλα λόγια, υποστηρίχθηκε ότι
«είναι απόψεις που αντανακλούν παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Έχει σχέση με το κοινωνικό υπόβαθρο των ανθρώπων, των ιερέων, και όχι τόσο με το δόγμα» (Γεωργία 18).
Από την άλλη μεριά υπήρξαν και διαφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες είναι σαφώς θέμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας και των ιερών της κειμένων τόσο η στάση της Εκκλησίας απέναντι στις γυναίκες όσο και απέναντι στους ομοφυλόφιλους.
«Η Εκκλησία όσο διατηρεί την παράδοσή της δεν μπορεί να δει ως ισότιμη τη γυναίκα με τον άνδρα, εκτός κι αν περνούσε μια μεταρρύθμιση, όπως η προτεσταντική. [Υπάρχουν] αναφορές στην Αγία Γραφή ως ρίζα για το μίσος στους ομοφυλόφιλους, αλλά και για την ανισότητα απέναντι στις γυναίκες» (Μιχάλης 22).
Το δεύτερο είδος εξήγησης είχε να κάνει με το γεγονός ότι η Εκκλησία διαμορφώνει τη στάση και τον δημόσιο λόγο της αναλόγως της κοινωνίας και του ακροατηρίου της, με συνέπεια είτε να μην λαμβάνει ξεκάθαρη θέση είτε αυτή να είναι αρκετά συντηρητική:
«Υπάρχει ένας παγιωμένος λόγος για θέματα βιασμών, κακοποίησης γυναικών, παιδοφιλίας, λόγω ενός μεγάλου συντηρητικού ακροατηρίου. Έχει εγκλωβιστεί σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο και δεν μεταβάλλει τις θέσεις της προκειμένου να μην το δυσαρεστήσει» (Άρης 24).
Κριτική για ορισμένες απόψεις σχετικά με τις γυναίκες, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως εντελώς λανθασμένες, όπως του μητροπολίτη Κοζάνης για τη φλυαρία των γυναικών, εκφράστηκε ακόμα και από κάποιους που είχαν πολύ στενή σχέση με την Εκκλησία. Απέναντι σε αυτές τις θέσεις υπογράμμισαν τον σεβασμό της Εκκλησίας στις γυναίκες κυρίως μέσω της μορφής της Παναγίας. Παρ’ όλα αυτά, ιδίως οι γυναίκες ερωτώμενες υποστήριξαν με έμφαση, και πολύ συχνά με ένταση στη φωνή κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να εκφράζει λόγο και να ασκεί επιρροή για θέματα που αφορούν τη γυναικεία χειραφέτηση,
«ιερείς δεν μπορούν να μιλάνε για ζητήματα δικαιωμάτων των γυναικών, αυτοδιάθεσης του σώματος» (Δόμνα 24)
ή
«Ποιος είναι ο παπάς που θα κρίνει εμένα το ποιος είμαι το πώς μιλάω το τι κάνω, ενώ ο Θεός με αγκαλιάζει;» (Δήμητρα 31),
και ότι ο λόγος της Εκκλησίας αναφορικά με τις γυναίκες είναι ακραία υποτιμητικός.
«Θεωρώ ότι γενικότερα στον χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η Ορθόδοξη Εκκλησία μένει πάρα πολύ πίσω γιατί υποβαθμίζει τη γυναίκα, αυτό, δηλαδή σε κάθε…, και στα εργασιακά και για το ρόλο της, η Ορθόδοξη Εκκλησία νομίζω ότι πιστεύει ότι η γυναίκα πρέπει να είναι στο σπίτι, να μη δίνει δικαιώματα, να είναι υπό, γενικότερα, αυτό φαίνεται και από τον λόγο της Εκκλησίας, ας πούμε στο μυστήριο του γάμου όλος ο λόγος είναι ακραία υποτιμητικός για το γυναικείο φύλο» (Γεωργία 22).
Οι παραπάνω θέσεις περιλαμβάνουν και ζητήματα ηθικής ή ενδεδειγμένης ενδυμασίας, τα οποία επίσης θεωρείται ότι στοχοποιούν τις γυναίκες, με συνέπεια ορισμένες να δηλώνουν ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν επιθυμούν να πηγαίνουν καν στην εκκλησία. Το παρακάτω απόσπασμα, διατυπωμένο με αρκετή ένταση στη φωνή κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμπυκνώνει τα προαναφερθέντα.
«Δηλαδή δεν μπορεί ο θεός να σου λέει είμαστε όλοι ίσοι και εσύ ως Εκκλησία να μην τους βλέπεις όλους ίσους, δηλαδή εσύ είσαι ο εκπρόσωπός του, δεν μπορεί να μην τους βλέπεις όλους ίσους, ο κάθε παπάς ή κάθε πνευματικός θα έπρεπε να έχει ίδια αντιμετώπιση απέναντι σε όλους, γι’ αυτό και δεν πάω κι εγώ εκκλησία. Έχει μείνει αναλλοίωτη [η θρησκεία / ο χριστιανισμός] με την έννοια ότι έχει προχωρήσει ο κόσμος, έχουν αλλάξει τα πράγματα, έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης και οι προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα, γιατί στην Ελλάδα ζω, δεν υπάρχουν… δεν βλέπω καμία διάθεση να εκσυγχρονιστεί, όχι να αλλάξει η φιλοσοφία, δηλαδή νιώθω σαν να μιλάω με ανθρώπους που είναι χαζοί και δεν θέλουν να το κάνουν, βέβαια αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, αλλά νιώθω ότι παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στο mindset των ανθρώπων στην Ελλάδα και τους επηρεάζει με έναν βαθύτερο τρόπο και νιώθω ότι πολλές φορές τους κλειδώνει, δηλαδή δεν γίνεται η δική μου ζωή να εξαρτάται από το πώς μεταφράζει ένας εργαζόμενος στον κλάδο μια [Αγία] Γραφή, με υποτιμά και με κάνει να νιώθω… δηλαδή τι είναι αυτό νόμος του κράτους; Όχι το πότε όριζε η θρησκεία τη νηστεία, αλλά το πώς θα συμπεριφερθώ; Έχω φάει κράξιμο από παπά επειδή έχω μπει με παντελόνι, δεν θα σταματάω να φοράω παντελόνι στην εκκλησία. […] είναι 2022 πρέπει να μπορούμε να πηγαίνουμε όπως θέλουμε, αλλιώς δεν θα ξαναπάω [αφορμή μια συζήτηση με φίλη της που της έλεγε ότι δεν πρέπει να φορέσει κοντό φόρεμα για να πάει στην εκκλησία], με όποια μαλλιά θέλουμε, με ό,τι βάψιμο θέλουμε, δηλαδή το θεωρώ απαράδεκτο για μια inclusive θρησκεία να είναι τόσο κλειστή σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και κάποια οπτικά ερεθίσματα, συν το ότι οι διαφωνίες μου με τη χριστιανική θρησκεία έχουν να κάνουν με το κομμάτι της έμφυλης βίας, της έμφυλης διάκρισης, της θέσης της γυναίκας και του άντρα και στο πώς κατέληξε τουλάχιστον να μεταφράζεται αυτό […] δεν έχει εκσυγχρονιστεί [η Εκκλησία], δεν έχει έρθει στο σήμερα, σήμερα δεν είναι το 1950» (Τατιάνα 27).
Για τους ομοφυλόφιλους όλοι συμφώνησαν ότι η Εκκλησία διατηρεί την πιο εχθρική στάση, όντας σκοταδιστική. Αν και σε αυτή την περίπτωση υποστηρίχθηκε ότι αυτού του είδους οι αντιλήψεις εντοπίζονται στη Βίβλο, άλλοι ερωτώμενοι υποστήριξαν ότι
«δεν είναι ο Χριστός που δεν θέλει τους ομοφυλόφιλους, η Εκκλησία δεν τους θέλει» (Κική 23).
Στο ίδιο πλαίσιο ένας εκ των συμμετεχόντων που βρίσκεται πολύ κοντά στην Εκκλησία υπερασπίστηκε τη θέση της, τονίζοντας ότι η ομοφυλοφιλία για την Εκκλησία δεν θεωρείται φυσιολογική. Η θέση αυτή προκάλεσε την εμφανή δυσφορία μέλους της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που ήταν επίσης παρόν, ο οποίος υποστήριξε ότι
«η Εκκλησία δεν θα έπρεπε να έχει επιρροή σε θέματα μη πιστών» (Άρης 24).
Στο θέμα του μεταναστευτικού και της στάσης της Εκκλησίας έναντι άλλων θρησκειών, αν και υποστηρίχθηκε ότι και σε αυτήν την περίπτωση έχουν υπάρξει ακραίες ρατσιστικές φωνές, εντούτοις η Εκκλησία θεωρήθηκε ότι διατηρεί πιο ήπια, ουδέτερη ή απλώς συντηρητική στάση. Σημειώθηκε ότι έχουν υπάρξει ακραίες αναφορές για τους πρόσφυγες που έρχονται στην Ελλάδα από ιερείς που είχαν ακροδεξιές απόψεις ή αναρωτιόντουσαν τι δουλειά έχουν στην Ελλάδα ακόμα και τα μικρά προσφυγόπουλα, ενώ υποστηρίχθηκε ότι ορισμένες απόψεις που ακούγονται από την Εκκλησία περί κινδύνου εξισλαμισμού είναι θεωρίες συνωμοσίας. Ένας ερωτώμενος που ήταν πολύ κοντά στην Εκκλησία δήλωσε ότι δεν συμφωνεί με το να έρχεται μεγάλος αριθμός μεταναστών στην Ελλάδα και υποστήριξε ότι η Εκκλησία πήρε συνολικά σωστή θέση. Πολλοί ήταν εκείνοι που ανέφεραν το εκτενές ανθρωπιστικό δίκτυο της Εκκλησίας και την παροχή υποστήριξης σε μετανάστες και πρόσφυγες. Παρά ταύτα διατυπώθηκαν και επιφυλάξεις.
«δεν γνωρίζω πολλά, δηλαδή δεν ξέρω ακριβώς τη στάση [της Εκκλησίας], η αίσθηση που έχω αποκομίσει είναι ότι έχει στοιχεία ρατσιστικού λόγου η στάση της […] δεν πιστεύω ότι έχει συμβάλλει στον βαθμό που θα μπορούσε να βοηθήσει ενεργά και ουσιαστικά κόσμο που το έχει ανάγκη, γιατί στη θεωρία μπορεί να λέει ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι απέναντι στο θείο, στον Θεό, αλλά δεν νομίζω ότι η πράξη της ακολουθεί κάτι τέτοιο […]στη θεωρία πολλά πράγματα ακούγονται και διδάσκονται με έναν τρόπο που μοιάζει ιδεατός, αλλά η πράξη διαφέρει» (Αθηνά 32).
Ως προς τις άλλες θρησκείες, η αξιολόγηση του λόγου της Εκκλησίας κινήθηκε στο ίδιο επίπεδο, μάλιστα ένας ερωτώμενος έχοντας εμπειρία από τη Θράκη υπογράμμισε την αρμονική συνύπαρξη και τη συνεργασία μεταξύ μουφτήδων και μητροπολιτών, ενώ για όσες περιπτώσεις κρίνονται πιο αρνητικές έναντι άλλων θρησκειών, αυτές εν μέρει εξηγήθηκαν με το σκεπτικό ότι παρά τις όποιες επαφές που λαμβάνουν χώρα
«η οποιαδήποτε Εκκλησία δύσκολα θα μπορέσει να συμπέσει με άλλα δόγματα και θρησκείες, εξ ορισμού» (Δήμος 18),
καθώς είναι λογικό να υπάρχει αρνητική στάση κυρίως απέναντι σε κάποιες προτεσταντικές ομάδες, όπως αναφέρθηκε, λόγω κοινής προέλευσης και ανησυχίας απώλειας πιστών.
Είναι προφανές ότι οι απαντήσεις των περισσότερων στηρίζονται σε γεγονότα και δημόσιες τοποθετήσεις που αναδεικνύονται στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο. Αυτό θεωρήθηκε προβληματικό από έναν ερωτώμενο, καθώς τα ΜΜΕ έχουν κάποιους «αγαπημένους» ακραίους μητροπολίτες τους οποίους προβάλλουν συνέχεια, ενώ αποτελούν την εξαίρεση, και από τη μεριά της η Ιερά Σύνοδος που εκφράζει την Εκκλησία ουδέποτε έχει εκφράσει ρατσιστικό λόγο. Το παρακάτω απόσπασμα, στο οποίο σημειώνεται και ο ρόλος της παράδοσης και της ιδεολογικο-πολιτικής εγγύτητας με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους (Δεξιά, Ακροδεξιά) για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω, αποδίδει εύγλωττα την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων εντός της Εκκλησίας.
«Για όλα αυτά τα θέματα πάνω κάτω μέσα στην Εκκλησία ενυπάρχουνε τάσεις οι οποίες προσπαθούνε στο κορυφαίο επίπεδο να έχουνε έναν πιο μετριοπαθή λόγο, να μην είναι τυπικά ρατσιστικός ή μισογυνικός ή αντιμεταναστευτικός, αλλά πάντα υπάρχει μια πολύ μεγάλη πτέρυγα που φτάνει μέχρι και ηγετικά κλιμάκια τα οποία αναπαράγουνε, προωθούνε και είναι και στην αιχμή του δόρατος όλων αυτών των κοινωνικών φαινομένων και ως σύνολο η Εκκλησία θα έχει πάντα μια συντηρητική άποψη σε όλα αυτά τα ζητήματα ως προϊόν και της πολιτικής κατεύθυνσης, παράδοσης» (Δημήτρης 30).
Τα όσα αναφέρθηκαν κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων και των focus groups επιβεβαίωσαν τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας. Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ο τρόπος άρθρωσης του λόγου των νέων για τον λόγο της Εκκλησίας, αλλά και η συχνά εμφανής ένταση στην εκφορά του, για τις παρεμβάσεις της σε θέματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να την αφορούν.
Η επιρροή της Εκκλησίας στην κοινωνία
Ένας από τους βασικούς σκοπούς συνολικά της έρευνας (ποσοτικής και ποιοτικής) ήταν η διερεύνηση της επιρροής του λόγου της Εκκλησίας στην κοινωνία και ειδικότερα στη νεολαία. Όλοι οι ερωτώμενοι υποστήριξαν ότι με βάση τον περίγυρό τους θεωρούν ότι η Εκκλησία ασκεί μικρή επιρροή στους νέους, τουλάχιστον στις ηλικίες μεταξύ 20 ως και 35 ετών, ενώ πολλοί σημείωσαν ότι μεγάλο μέρος των συνομηλίκων τους δεν πιστεύουν καν (είναι άθεοι ή αγνωστικιστές). Σε αυτήν την απουσία επιρροής θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν το ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο, η δυνατότητα των νέων σήμερα να ταξιδεύουν και άρα να έρχονται σε επαφή με άλλες θρησκείες και πολιτισμούς, η διαβίωση σε μεγάλα αστικά κέντρα, και το διαδίκτυο, που αναγνωρίστηκε ως πολύ σημαντικός παράγοντας από αρκετούς:
«Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων κάτω των 40 που ζει σε αστικά κέντρα και ίσως με κάποια παραπάνω εκπαίδευση δεν επηρεάζονται» (Άρης 24).
Μάλιστα υποστηρίζεται ότι στο μέλλον οι νέοι θα απομακρυνθούν περισσότερο από την Εκκλησία και θα επηρεάζονται ακόμα λιγότερο, καθώς, όπως αναφέρθηκε, ακόμα και από όσους αυτο-χαρακτηρίστηκαν πιστοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, η Ορθοδοξία υποχωρεί παγκοσμίως. Βέβαια, όπως ανέφερε ένας ερωτώμενος, αυτή η απουσία απήχησης στη νεολαία θα φανεί στο μέλλον αν είναι ένα θέμα ιδεολογίας (άρα ενίσχυσης προοδευτικών αντιλήψεων) ή ηλικίας (δηλαδή απομάκρυνση λόγω νεότητας και επιστροφή στη θρησκεία όσο μεγαλώνει κανείς).
Από την άλλη μεριά αναγνωρίστηκε ότι η Εκκλησία ασκεί επιρροή –συχνά περιγράφηκε ως δραματική– σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού το οποίο έχει συνήθως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: είναι μεγαλύτερης ηλικίας, ζει κυρίως στην επαρχία, είναι ετεροφυλόφιλοι:
«άντρες και γυναίκες ετεροφυλόφιλοι, λευκοί συνήθως ντόπιοι, μεγαλύτερης ηλικίας, γενικά ένα πρότυπο που δεν έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που πρεσβεύει η Εκκλησία» (Δημήτρης 30).
Η επιρροή αυτή θεωρείται εν μέρει αναπόφευκτη από τη στιγμή που ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων αυτο-χαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Πώς επηρεάζονται όμως οι άνθρωποι; Η πανδημία ήταν μια συχνή αναφορά ακόμα και από τη μεριά αρκετά πιστών ερωτώμενων:
«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν εμβολιάστηκαν γιατί ο ιερέας της εκκλησίας τους τούς είπε να μην εμβολιαστούν και είναι πάρα πολλοί και δεν νομίζω ότι είναι κρυφό αυτό» (Δήμητρα 31).
Παρά ταύτα, διατυπώθηκε και η μειοψηφική άποψη ότι ενδεχομένως η επιρροή αυτή συνολικά δεν είναι τόσο μεγάλη και βαθιά, καθώς
«υπάρχει μια μερίδα του κοινού που του ασκεί πολύ μεγάλη επιρροή και τους επηρεάζει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, αλλά για τους περισσότερους θεωρώ ότι η επιρροή που ασκεί μένει λίγο σε επίπεδο συζήτησης σε καφέ, συζήτησης για ποτό και τραπέζι χριστουγεννιάτικο» (Τατιάνα 27).
Εκτός των δημογραφικών όμως χαρακτηριστικών τίθεται και μια άλλη παράμετρος ως προς την επιρροή. Όπως υποστηρίχθηκε από μεγάλο μέρος των νέων, η Εκκλησία επηρεάζει
«όσους δεν είναι κατασταλαγμένοι, αυτούς θα τους σπρώξουν σε πιο αντιδραστικές θέσεις» (Ευάγγελος 22).
Κατά συνέπεια,
«αυτός που την εμπιστεύεται θα την ακούσει, αλλά το πιθανότερο είναι να είχε ήδη αυτήν την άποψη (echo chamber). Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ήδη προδιατεθειμένοι θετικά ή αρνητικά, συνήθως έχουν μια προσχηματισμένη άποψη» (Μιχάλης 22).
Πιθανότερο είναι δε, σύμφωνα με έναν ερωτώμενο, ότι επειδή κανείς
«δεν αλλάζει ριζικά τις απόψεις του, επηρεάζει άμεσα, αλλά όχι ριζικά, δεν αλλάζει εν μια νυκτί, ίσως βάζει φρένο σε κάποιες αλλαγές παρά αλλάζει. Οι απόψεις συνήθως προϋπάρχουν» (Άγγελος 34).
Προκειμένου να αναδειχθεί αυτή η διάσταση δίνεται ένα παράδειγμα του δημόσιου λόγου του μητροπολίτη Κοζάνης που είχε ανοιχτά σεξιστικό περιεχόμενο σε σχέση και με το θέμα των γυναικοκτονιών.
«Όταν κάποιος έχει την ίδια άποψη με εσένα ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο τη θέση σου. Όταν οι άνθρωποι ακούμε αυτό που θέλουμε να ακούσουμε εκεί καθόμαστε και δεν φεύγουμε. Όταν κάποιος είναι θρησκευόμενος και είναι και σεξιστής, ας πούμε, ακούει τον μητροπολίτη να λέει στη γυναίκα… να λέει εσείς τους έχετε τρελάνει, τότε με τις γυναικοκτονίες, εσείς τους έχετε τρελάνει που όλο μιλάτε, θα πει “καλά δεν τα λέει;”, “δεν σου ‘χω πει εγώ να μη μιλάς;”, θα πει στη γυναίκα του ας πούμε. Ένας άλλος άνθρωπος που είναι πιο ανοιχτόμυαλος και είναι θρησκευόμενος θα πει “είναι άλλος ένας γραφικός της Εκκλησίας, και δεν επηρεάζει την πίστη μου…”. Εξαρτάται σε τι αφτί θα πέσουν, μπορεί να πέσουν και στο αφτί κάποιου που δεν έχει άποψη για το θέμα και να σκεφτεί ότι “ναι, αλλά για να το λέει ο μητροπολίτης, για κάτσε να το σκεφτώ λίγο καλύτερα”. Είναι επικίνδυνο όταν άνθρωποι που έχουν τόσο μεγάλη ισχύ να λένε, να εκφράζουνε ακραία τις απόψεις τους. […] αν πάει στα λάθος αφτιά, αν παρερμηνευθεί έστω λίγο, πολύ εύκολο είναι να αλλάξεις ένα τσακ τα λόγια του άλλου και να περάσεις ένα τελείως διαφορετικό μήνυμα. Μπορεί μετά οι συνέπειες να είναι δραματικές» (Κική 23).
Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε, για ορισμένους ανθρώπους είναι σημαντικό αν κάτι ειπωθεί από έναν ιερέα:
«αν όμως ο ιερέας το πει, έχει σημασία, έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ το να το πει ο γείτονάς μου» [μιλώντας γενικά και όχι για τον εαυτό της] (Δήμητρα 31).
Αρκετοί συμμετέχοντες θεωρούν ότι και η ίδια η Εκκλησία προσαρμόζεται στο κοινό της, το οποίο επειδή είναι κατ’ εξοχήν συντηρητικό αρέσκεται να ακούει παρόμοιες θέσεις, με συνέπεια η Εκκλησία να παρομοιάζεται σε κάποιες περιπτώσεις με τα πολιτικά κόμματα. Κατά συνεπεία, υποστηρίχθηκε ότι η Εκκλησία ακούει το αίσθημα των πιστών και αναλόγως προσαρμόζεται, σε σχέση και με την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
«Θεωρώ ότι ο λόγος της Εκκλησίας προσαρμόζεται και στις συνθήκες, κάπως δηλαδή στο ποιος είναι κυβέρνηση, στις γενικότερες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, οπότε νομίζω ότι επειδή έχει πολιτικό λόγο η Εκκλησία, δεν μιλάνε τυχαία, κάθε φορά προσαρμόζουν τον λόγο τους και πάνω σε αυτά τα πεδία ανάλογα και πόσο τους παίρνει και ποια είναι η ατζέντα και ποιος είναι στην κυβέρνηση, με ποιον έχουν να συνομιλήσουν, με ποιον έχουν να κάνουνε, οπότε είναι λίγο ρευστό. Και με τη γενικότερη κατεύθυνση της κοινωνίας δηλαδή όταν συντηρητικοποιείται η κοινωνία η Εκκλησία θα την οδηγεί, θα «δίνει» ακόμα περισσότερο, να το πω έτσι» (Δημήτρης 30).
Παράλληλα, όπως σημειώθηκε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ιστορικά η Εκκλησία αποτελούσε μια εξουσία που ο λόγος της ήταν σημαντικός και ασκούσε επιρροή στην κοινωνία.
«Ασκεί επίδραση, διότι έχει εξουσία, ο δάσκαλος, ο δήμαρχος, ο πάπας στα παλιότερα χρόνια, στα χωριά, μιλάμε για τρεις εξουσίες, έχει ιστορική βάση. Έχει να κάνει ιστορικά και με τη θέση της Εκκλησίας. Πρόκειται για έναν λόγο που προέρχεται από μια εξουσία» (Τασία 29).
Από την άλλη μεριά, η επιρροή της Εκκλησίας στην επαρχία τονίστηκε αρκετά, ακόμα και με προσωπικές αναφορές.
«Σίγουρα ένα κομμάτι της κοινωνίας που είναι μεγαλύτερο [την ακούει], σίγουρα ένα κομμάτι της κοινωνίας που είναι σε χωριά, εγώ τώρα δηλαδή σκέφτομαι το δικό μου χωριό και τους δικούς μου παππούδες και τη δικιά μου οικογένεια, που είναι η έξοδος τους η εκκλησία, που ξέρω ότι έχει επιρροή» (Αθηνά 32).
Σε βάθος χρόνου και εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, οι περισσότεροι θεωρούν ότι η επιρροή της Εκκλησίας θα φθίνει γενικά στην κοινωνία, αν και ακόμα και όσοι δεν βρίσκονται κοντά στην Εκκλησία αναγνώρισαν ότι υπάρχουν και προοδευτικές φωνές στον εκκλησιαστικό χώρο, αλλά είτε είναι μειοψηφικές είτε ανίσχυρες να ασκήσουν επιρροή.
«Θεωρώ ότι όσο πάει μειώνεται η επιρροή της, γιατί λίγο… αυτούς τους ανθρώπους, που είναι από 55 και κάτω, που είναι ο δυναμικός πληθυσμός της κοινωνίας, έχουν αρχίσει λίγο και το βλέπουν ότι ναι οκ είναι άλλος ένας γραφικός άνθρωπος [κάποιος ιερέας με συντηρητικές θέσεις] […] περνάει και δεν επηρεάζει τη σκέψη μου, οπότε αυτό μειώνεται. Όμως αυτό σχετίζεται με την άποψη που διαμορφώνει η κοινωνία για κάποια ζητήματα, καθώς η κοινωνία αποδέχεται περισσότερο τους ομοφυλόφιλους, καθώς η κοινωνία αποδέχεται περισσότερο τις εκτρώσεις, τα διαφορετικά άτομα, τη θέση της γυναίκας που πρέπει να είναι ισάξια με τη θέση του άνδρα […] αφού η κοινωνία αλλάζει στάση, αλλάζει η επιρροή της Εκκλησίας» (Κική 23).
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, όσο προχωράει η κοινωνία στον 21ο αιώνα θα αυξάνεται το φιλτράρισμα από τη μεριά του μέσου ανθρώπου και οι άνθρωποι δεν θα συμμερίζονται τις θέσεις της Εκκλησίας και είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν θα το κάνουν μετά από κριτική σκέψη. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι
«ο λόγος της Εκκλησίας δεν αποθαρρύνει τους πιστούς από το να είναι πιστοί» (Γιάννα 34),
δεν τους απομακρύνει δηλαδή από την πίστη, αλλά από τον θεσμό, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα παρατηρούν από το κοινωνικό τους περιβάλλον, καθώς όσο περνούν τα χρόνια η επίδραση που έχει η θρησκεία πάνω στους ανθρώπους χάνεται,
«θεωρώ ότι όλο και περισσότεροι της δίνουν μια διάσταση λιγότερο σημαντική που πηγαίνει περισσότερο στην πίστη [εξατομικευμένα]» (Ρούλα 34).
Ένα μέρος των συμμετεχόντων νέων, ιδίως εκείνων που πιστεύουν, έθεσε το ζήτημα ότι η εξέλιξη αυτή είναι αρνητική για την Εκκλησία, η οποία όμως δείχνει είτε να μην το αντιλαμβάνεται είτε να αδιαφορεί.
«Σιγά-σιγά οδηγούν τα πράγματα, δεν το καταλαβαίνουν κι ίδιοι, θα αποδυναμώνεται συνεχώς αυτός ο θεσμός και νομοτελειακά κάποια στιγμή θα είναι εντελώς απαξιωμένος στη συνείδηση του κόσμου σε 30 χρόνια. Γιατί είναι απαρχαιωμένος θεσμός, δεν ξέρω, δεν το βλέπουνε; Δεν τους νοιάζει να αλλάξουνε; Είναι τόσα τα οφέλη και δεν τους συμφέρει να αλλάξουνε; Κάποια στιγμή όλος αυτός ο κόσμος που πηγαίνει θα σταματήσει να πηγαίνει. Θα ήθελα και εγώ, είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει και πιστεύει βαθιά, θα ήθελα η Εκκλησία να είναι διαφορετική, αν ήταν διαφορετική θα πήγαινα κι εγώ» (Τάσος 35).
Όπως αναφέρθηκε δε χαρακτηριστικά
«αν δεν προσαρμοστεί [η Ορθοδοξία] κάποια στιγμή θα χαθεί ή αν δεν χαθεί ο μόνος λόγος θα είναι γιατί θα υπάρχει μια έντονη σύνδεση συστημική με κυβερνήσεις ή κάτι τέτοιο» (Τατιάνα 27).
Συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να εξαχθούν από τα όσα αναλύθηκαν παραπάνω κατηγοριοποιούνται σε δύο ομάδες: αφενός σε εκείνα που συνδέονται άμεσα με την ποσοτική έρευνα και κατά βάση επιβεβαιώνουν τα ευρήματά της και αφετέρου σε εκείνα που αφορούν τον λόγο των νέων απέναντι στην Εκκλησία, σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί ο τρόπος συγκρότησης των αντιλήψεων των νέων για την Εκκλησία, αλλά και η αναζήτηση ενδεχόμενων εξηγήσεων, χωρίς προφανώς να πρόκειται για συμπεράσματα που μπορούν να γενικευθούν.
Σε σχέση με την ποσοτική έρευνα επιβεβαιώνεται αρχικά ότι υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία νέοι και νέες που ενώ μεγάλωσαν σε ένα Ορθόδοξο, λιγότερο ή περισσότερο, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον σταδιακά απομακρύνθηκαν από αυτό και είτε πλέον είναι αδιάφοροι ως προς το θρησκευτικό πεδίο είτε άθεοι και αγνωστικιστές. Παράλληλα δε, ένας σημαντικός αριθμός νέων διατυπώνει την αναγκαιότητα για τη μη ανάμειξη της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα και τον διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας. Το δεύτερο συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται είναι ότι ένα εξίσου σημαντικό μέρος των νέων πράγματι κρίνει αρνητικά την Εκκλησία σε μια σειρά από θέματα που έχουν να κάνουν με την ισότητα των φύλων και τα ανθρώπινα δικαιώματα, θεωρώντας τον λόγο της και τη γενικότερη στάση της ως οπισθοδρομική, συντηρητική, ενίοτε δε ρατσιστική, ακραία και επικίνδυνη. Όπως και στην ποσοτική έρευνα, πιο ακραίες θεωρούν τις θέσεις και τον λόγο της Εκκλησίας ως προς τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους και λιγότερο σε σχέση με τις άλλες θρησκείες ή τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Το τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα σε σχέση με την ποσοτική έρευνα είναι ότι πράγματι οι γυναίκες είναι εκείνες που εμφανίζονται πιο προοδευτικές συγκριτικά με τους άνδρες, ακόμα και εκείνες που δηλώνουν ότι πιστεύουν και αυτο-χαρακτηρίζονται ως Χριστιανές Ορθόδοξες, ενώ επικρίνουν την Εκκλησία για τη στάση και τον λόγο της απέναντι στις γυναίκες με ιδιαίτερη ένταση και φόρτιση στη φωνή τους κατά τη διάρκεια των συζητήσεων.
Από την ανάλυση του λόγου των νέων μέσω των συνεντεύξεων και των ομάδων εστιασμένης συζήτησης (focus groups) προκύπτουν όμως και ορισμένα ακόμα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τις αιτίες που η Εκκλησία εκφράζει συχνά ακραίο, ρατσιστικό, μισογυνικό και ομοφοβικό λόγο. Μια εξήγηση που δίνεται, κυρίως από όσους βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία, είναι ότι η χριστιανική θρησκεία έχει ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά που εδράζονται στις παραδόσεις και στα ιερά της κείμενα, με συνέπεια ο λόγος της να μην μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά. Μια άλλη εξήγηση που δόθηκε από όσους είναι μεν πιστοί αλλά με έναν πιο κριτικό τρόπο είναι ότι δεν ευθύνεται στην πραγματικότητα η ίδια η θρησκεία, αλλά η Εκκλησία ως θεσμός και το γεγονός ότι οι ιερείς είναι μεγάλης ηλικίας και συνεπώς έχουν ανατραφεί σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχούν απόψεις περασμένων εποχών, παρωχημένες, ενώ το ίδιο αναφέρθηκε και για ορισμένους νεότερους ιερείς που ανατρέφονται με τις ίδιες πεποιθήσεις. Από τη μεριά τους, όσοι ήταν αρκετά κοντά στην Εκκλησία προσπάθησαν να δικαιολογήσουν αυτού του είδους τον λόγο είτε με αναφορά στις παραδόσεις και τα ιερά κείμενα, συμπίπτοντας ως προς αυτό –από άλλη κατεύθυνση όμως– με εκείνους που βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία, θεωρώντας τον δηλαδή φυσιολογικό και εξηγήσιμο, είτε υποστηρίζοντας ότι οι απόψεις αυτές είναι μειοψηφικές και υπερπροβάλλονται από τα ΜΜΕ.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα που έχει ενδιαφέρον είναι ότι συχνά αναφέρθηκε με ένταση από τους ερωτώμενους, ακόμα και από αρκετά πιστούς, ότι ο λόγος και η στάση της Εκκλησίας ως προς τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους κυρίως, αλλά και γενικότερα, είτε τους έχει απομακρύνει οριστικά από την πίστη είτε πιο συχνά τους έχει απομακρύνει από την Εκκλησία. Όπως προέκυψε, δηλαδή, ο δημόσιος λόγος της Εκκλησίας συχνά επιδρά αρνητικά στους νέους σε σχέση με τη συμμετοχή τους σε θρησκευτικές τελετουργίες. Πρόκειται για εύρημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αφορά και την ίδια την Εκκλησία και τη μελλοντική της πορεία στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, βέβαια, όπως τονίστηκε κατ’ επανάληψη από ορισμένους ερωτώμενους, η Εκκλησία διατηρεί αυτού του είδους τον λόγο εξαιτίας της σύνθεσης του ακροατηρίου της που συνήθως έχει παρόμοια με την Εκκλησία χαρακτηριστικά (π.χ. πατριαρχικές αντιλήψεις, συντηρητισμός).
Το τρίτο συμπέρασμα –το οποίο σχετίζεται με το προηγούμενο αλλά αφορά γενικότερα την κοινωνία και όχι προσωπικά όσες και όσους συμμετείχαν στην έρευνα– προέκυψε ρητά ή άρρητα από τις απαντήσεις όλων σχεδόν των ερωτώμενων, πιστών ή λιγότερων πιστών, άθεων και αγνωστικιστών, κοντά ή μακριά από την Εκκλησία. Σύμφωνα με αυτό η Εκκλησία με τον δημόσιο λόγο της και τη στάση της σε μια σειρά από θέματα θα χάνει σταδιακά την επαφή της με την κοινωνία και ειδικότερα με τη νεολαία, γεγονός που προκύπτει και από τις αναφορές των ερωτώμενων στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Θεωρώντας τη στάση και τον λόγο της παρωχημένο, υποστήριξαν ότι η Εκκλησία θα πρέπει να αφουγκραστεί τους νέους και τις εξελίξεις εάν επιθυμεί να διατηρηθεί ως ένας σημαντικός θεσμός και στο μέλλον, διαφορετικά θα παραμείνει κάτι το απολιθωμένο και μόνο ως ένα εξάρτημα της πολιτικής εξουσίας, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Το τελευταίο συμπέρασμα, που σχετίζεται με τα παραπάνω, είναι η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε από πολλούς ερωτώμενους στο ιδεολογικο-πολιτικό υπόβαθρο της Εκκλησίας και του ακροατηρίου της, το οποίο θεωρήθηκε ως πολύ κοντά στη Δεξιά, στα όρια της ταύτισης, αλλά ακόμα και στην Ακροδεξιά. Αυτή η πολιτικο-ιδεολογική αναφορά προβλήθηκε και ως εξήγηση του δημόσιου λόγου της Εκκλησίας αλλά και ως εξήγηση για την αδυναμία εκκοσμίκευσης του κράτους, λόγω του πολιτικού κόστους. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διάσταση καθώς η σχέση της Δεξιάς, αλλά κυρίως της Ακροδεξιάς με τη θρησκεία έχει αποτελέσει ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια ένα από τα βασικά αντικείμενα της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Ολοκληρώνοντας την παρούσα έκθεση είναι σημαντικό να υπογραμμιστούν δύο σημεία. Πρώτον, είναι ξεκάθαρο ότι τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας συνδυαστικά με εκείνα της ποσοτικής αναδεικνύουν μια ισχυρή κριτική στάση των νέων απέναντι στην Εκκλησία ως θεσμό, αν και χωρίς αφοριστική διάθεση και με την παράλληλη αναγνώριση ύπαρξης θετικών παραδειγμάτων και εξαιρέσεων. Παράλληλα δε, ιδίως σε ό,τι αφορά θέματα εκκοσμίκευσης του κράτους, ασκείται έμμεση ή και άμεση κριτική και στο κράτος και τα πολιτικά κόμματα που δεν αναλαμβάνουν τις σχετικές πρωτοβουλίες ώστε να επιτευχθεί ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας, θεωρώντας υψηλό το πολιτικό κόστος. Το δεύτερο σημείο είναι ότι αν και προφανώς δεν έχουν εμβαθύνει όλοι σε ζητήματα πίστης, εκκλησιαστικού λόγου και χριστιανικού δόγματος, ο λόγος τους είναι στην πλειονότητά του συγκροτημένος, με σαφείς θέσεις και αντιλήψεις ως προς την Εκκλησία, τον ρόλο και τη θέση της στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί είτε από προσωπική αναζήτηση και μελέτη κειμένων και πηγών, είτε από την παρατήρηση και τις προσωπικές τους εμπειρίες και τα βιώματα από το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι διαδραματίζουν τα ΜΜΕ και κυρίως το διαδίκτυο.