Ανάμεσα στα έργα του λαϊκού μας ζωγράφου, του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, συγκαταλέγεται και ένα που εικονίζει τον Κοραή με τον Ρήγα ν’ ανασηκώνουν την Ελλάδα που κείτεται ξέπνοη αιώνες, ανάμεσα στους τσακισμένους κίονες των αρχαίων ναών. Αν και εξουθενωμένη, με το κορμί της γεμάτο από τα δήγματα των τυράννων της, η Ελλάδα μπορεί ν’ ανανήψει και ν’ αναπτερωθεί –μας λέει ο πίνακας– όπως ο φοίνικας από τις στάχτες του. Διότι ανάμεσα στα ερείπια στέκει ακόμη όρθιο το άγαλμα της Αθηνάς, της θεάς που συνδυάζει τη στοχαστικότητα με τη μαχητικότητα.

Μιλάει, βεβαίως, ο Διαφωτισμός στις ποικίλες εκφάνσεις του. Μιλάει ο επαναστάτης Ρήγας, που παλεύει να ξεσηκώσει Βούλγαρους κι Αρβανίτες, Αρμένιους και Ρωμιούς ενάντια σε Βεζύρηδες και Δραγουμάνους– ν’ αντιτάξει στη δεσποτεία και την αυθαιρεσία των λύκων την ελευθερία του λαού και τη νομαρχία της κοινωνίας (την κατίσχυση της αρχής των νόμων). Μιλεί ο μετριοπαθής Κοραής, που καταγίνεται να φωτίσει τους υπόδουλους του Σουλτάνου, να σπάσει τα δεσμά της άγνοιας, να θυμίσει τη δόξα των αρχαίων, ώστε να μετατρέψει το υπόδουλο γένος των χριστιανών σε έθνος των Ελλήνων.

Παρά τις διαφορές τους, Ρήγας και Κοραής μοιράζονται μια ορισμένη αντίληψη περί του τι είναι (τι αξίζει να είναι) το εν διαμορφώσει ελληνικό έθνος. Είναι, βέβαια, το συνειδητό σύνολο των υπόδουλων που διεκδικεί συντεταγμένα την πολιτική του αυτονομία. Σε αυτό το σύνολο χωράνε όλοι όσοι στρατεύονται στον αγώνα ανεξάρτητα από καταγωγή, γλώσσα και εθνότητα. Γι’ αυτό δίπλα στους ελληνόφωνους Ρωμιούς θα στρατευτούν ισότιμα οι αλβανόφωνοι Αρβανίτες και οι λατινόφωνοι Βλάχοι. Το έθνος της Επανάστασης είναι το έθνος της συμπερίληψης – το έθνος που συγκροτούνταν ενόσω κυλούσε στις ράγες που το ίδιο κατασκεύαζε με υλικά αντλημένα από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και από την αρχαία κληρονομιά. Οι σιδηρογραμμές του δεν ήταν άλλες από τη δημοκρατία και την επιστήμη, από την έννοια του πολίτη και τον ορθό Λόγο.

«Οι Έλληνες ριζοσπάστες διανοούμενοι», έγραφε ο θεωρητικός του εθνικισμού Άντονι Σμιθ, «υιοθέτησαν τα φιλελεύθερα ιδεώδη της κλασσικής Αθήνας για να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς τoυ ορθόδοξου κλήρου που είχαν τη βάση τους στο Βυζάντιο. Οι πιο επαναστάτες από αυτούς, όπως ο Ρήγας Φεραίος και ο Κοραής, αναζήτησαν τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού σε ό,τι θεωρούσαν ως κοινή τους διανοητική αφετηρία – τη φιλοσοφική και καλλιτεχνική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας». Ακριβώς γι’ αυτό η ζωγραφιά του Θεόφιλου αποτυπώνει πράγματι το πνεύμα του έθνους στις παραμονές της Επανάστασης: διότι κρατάει όρθια την Αθηνά, την ίδια στιγμή που αποφεύγει κάθε σημειολογική αναφορά στη βυζαντινή παράδοση – αυτή φυλάσσεται και διαιωνίζεται από τον κλήρο, ο οποίος αντιτάσσεται στην ανάδυση των εθνών και στη γέννηση του νέου κόσμου.

Ύστερα οι καταστάσεις άλλαξαν και όλα αυτά ξεχάστηκαν. Στην έξοδο του αγώνα δεν περίμενε η δημοκρατία και η νομαρχία (η αρχή των νόμων), αλλά η απολυταρχία και η αυθαιρεσία – η μοναρχία του Όθωνα. Παράλληλα, ο Διαφωτισμός ολοένα και στέρευε, την ίδια ώρα που την Ευρώπη κατέκλυζε ο Ρομαντισμός, το διανοητικό ρεύμα που λάτρευε τις μη λογικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Στις νέες πολιτικές και διανοητικές συντεταγμένες, το ελληνικό έθνος θ’ απωλέσει ταχέως τον πολιτικό του χαρακτήρα και το χειραφετητικό του πρόταγμα. Στην πιο γνωστή από τις ελαιογραφίες του Θεόδωρου Βρυζάκη, αυτή που άφησε βαθύ το αποτύπωμά της στη δημόσια ιστορία, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί το λάβαρο και τα όπλα των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα, μπροστά την Ωραία Πύλη του ναού της Θεοτόκου. Η αναπαράσταση αυτή μας λέει λιγότερα για τα γεγονότα της Επανάστασης (το συγκεκριμένο άλλωστε ουδέποτε συνέβη) και περισσότερα για τη νοηματοδότηση του έθνους στον ύστερο 19ο αιώνα. Το έθνος βυθίζεται πλέον στην υπερβατική αχλύ και ανάγεται σε αντικείμενο λατρείας. Το έθνος γίνεται θρησκεία, την ίδια στιγμή που η θρησκεία εθνικοποιείται – τα δύο ενώνονται εις σάρκαν μίαν.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα σχολικά μας βιβλία δεν θα μιλάνε πια για τα σχολεία των επιστημονικών γραμμάτων που στήθηκαν με τις δωρεές των πεφωτισμένων εμπόρων –αυτά που δεξιώθηκαν το Διαφωτισμό στην καθ’ ημάς Ανατολή– αλλά για τα ανύπαρκτα κρυφά σχολειά που διέσωσαν γλώσσα και θρησκεία στο ημίφως των μοναστηριών. Την ίδια περίοδο, στην υπηρεσία του έθνους στρατεύεται και η επιστήμη της Ιστορίας. Όσο πλησιάζουμε στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, η πένα του ιστορικού θα μοιάζει όλο και πιο πολύ με τη λόγχη του στρατιώτη, το εργαστήρι του ολοένα και περισσότερο με τη σκηνή του στρατηγού. Ο ιστορικός δεν γράφει για να ανασυγκροτήσει ορθά το παρελθόν, αλλά για να εμψυχώσει τους νέους, ώστε να δώσουν όποτε χρειαστεί και τη ζωή τους για το μεγαλείο του έθνους. «Ο ιερός έρως της πατρίδος», έλεγε το 1905 στον πρυτανικό του λόγο ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος, «εμψυχόνει αληθώς τους από της μελέτης των ιστορικών τυχών του έθνους εμφορούμενους του μεγαλείου αυτής και πεπεισμένους περί των εθνικών δικαίων, άτινα μέλλει να διεκδικήση διά του αίματος αυτού ο στρατιώτης της πατρίδος επί του πεδίου της μάχης».

Τα παρεπόμενα εκείνης της εποχής, όταν κυριάρχησαν οι σκοτεινοί θεοί του εθνικισμού, είναι λίγο πολύ γνωστά. Ένας ανελέητος ανταγωνισμός ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη που θα ματοκυλήσει την ήπειρο απ’ άκρη σ’ άκρη: ο Πρώτος Παγκόσμιος, όπως ονομάστηκε αργότερα, εφόσον κυοφόρησε κι έναν Δεύτερο, ακόμα πιο αιματοβαμμένο και καταστρεπτικό. Στα καθ’ ημάς, όσα ξεκίνησαν με τον ατυχή ελληνοτουρκικό στα 1897 και έληξαν με το αίμα στην προκυμαία της Σμύρνης, συνταύτισαν τελικώς τα όρια του κράτους με τα όρια του έθνους. Ή, ακριβέστερα, ξεδίπλωσαν τους τρόπους με τους οποίους στα χρόνια που ακολούθησαν συντελέστηκε ετούτη η ταύτιση. Και οι τρόποι περιλάμβαναν και συνδύαζαν συχνά την ιδεολογία με τη βία, την ενσωμάτωση με τον αποκλεισμό. Αν στη δεκαετία του 1920, όταν τον τόνο έδιναν οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου, η πλάστιγγα έγερνε προς την πειθώ, στη δεκαετία του 1930, όταν ο εθνικισμός παροχετεύτηκε στη φασιστική λεωφόρο, μαζί με τις πολιτικές διώξεις θα ξεδιπλωθούν και όσες στόχευαν στην εξάλειψη κάθε εθνοτικής και πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Το έθνος έγινε πλέον μια κοινότητα αίματος και ιστορικών μύθων που άκουγε στο όνομα Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός. Από έθνος της συμπερίληψης έγινε έθνος του αποκλεισμού.

~ ~ ~

Η μικρή αυτή αναδρομή στο οικείο παρελθόν, η ανάδειξη των δύο βασικών από τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του έθνους και του εθνικισμού, αποκτά νόημα και αξία μόνο εάν και εφόσον βοηθάει να κατανοήσουμε όσα σήμερα εκτυλίσσονται στη χώρα μας και στην ευρύτερη οικογένειά μας, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι άραγε συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη; Ξυπνάνε πράγματι οι σκοτεινοί θεοί του εθνικισμού; Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν μετονόμασε το Εθνικό Μέτωπο σε Εθνικό Συναγερμό – ως εάν να περνά από την άμυνα στην επίθεση. Στην Ιταλία ένα έως πρότινος περιθωριακό πολιτικό μόρφωμα, η Λίγκα του Βορρά, συγκυβερνά τη χώρα του Μπερλίνγκουερ και του Άλντο Μόρο, δείχνοντας το μεταναστευτικό ως το πλέον επικίνδυνο ζήτημα για την Ευρώπη και το ιταλικό έθνος. Και πιο βόρεια, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» ιδιοποιείται έναν τίτλο με ιστορικά χειραφετητικές παραδηλώσεις προκειμένου να ανιχνεύσει τα θεσμικά όρια σε μια χώρα που λόγω της ιστορικής της εμπειρίας έχει ποινικοποιήσει το ρατσισμό. Και στην Ελλάδα, αξιοποιώντας το Μακεδονικό, οι «γραφικοί» (μα διόλου ακίνδυνοι) μεταμόρφωναν το φιλελεύθερο κόμμα σε εθνικιστικό, την ίδια ώρα που η «Συμμορία της Μπιραρίας», καταδικασμένη πλέον σήμερα ως εγκληματική οργάνωση, προσπαθούσε να αποκομίσει στα συλλαλητήρια εθνικά πιστοποιητικά, αν και ήταν ήδη ορατή πάνω της η πίεση από την ποινική διερεύνηση των εγκλημάτων της. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα κόμματα που κινούνται δεξιότερα της Δεξιάς κηρύσσουν την επιστροφή στο οχυρό του έθνους αξιοποιώντας έντεχνα το δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αλλά ποιο ακριβώς έθνος επικαλείται αυτή η νέα Ακροδεξιά της γηραιάς ηπείρου;

Σίγουρα δεν είναι το έθνος του Διαφωτισμού, το άτυπο καθημερινό δημοψήφισμα που πιστοποιεί τη θέληση μιας κοινότητας ελεύθερων πολιτών να πορευτούν μαζί, να συνυπάρξουν ισότιμα και αρμονικά. Δεν είναι αυτό που παρακίνησε μεταπολεμικά τις δημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης να οικοδομήσουν ένα πυκνό δίκτυο οικονομικών και πολιτικών συνεργασιών που όμνυε σε ένα κοινό μέλλον όπου θα βασίλευε μια κοσμική συνταγματική δημοκρατία, όπου οι κοινωνικοί θεσμοί θα απέτρεπαντις διαλυτικές ανισότητες και η πολιτισμική ποικιλομορφία θα εκλαμβανόταν ως πλούτος και όχι ως πρόβλημα. Οι σύγχρονοι εθνικιστές αξιοποιούν τις αντιφάσεις αυτού του σχεδίου και υπονομεύουν τις βασικές του αξίες, ακόμα κι όταν προσχηματικά τις υπερασπίζονται. Πράγματι, παραδέχονται, τα έθνη δεν είναι φυλές, δεν ιεραρχούνται σε ανώτερα και κατώτερα. Είναι όμως πολιτισμικές οντότητες διαφορετικές και οφείλουμε να σεβαστούμε τη διαφορετικότητά τους – ο καθένας λοιπόν στον δικό του τόπο. Πράγματι, οι κοσμικές αξίες είναι ιστορική κατάκτηση την οποία πρέπει να φυλάξουμε – ας εκδιώξουμε, λοιπόν, όσους και όσες έρχονται από διαφορετικές παραδόσεις. Πράγματι, η πολιτική εξουσία οφείλει να εδράζεται στη λαϊκή κυριαρχία – ας φύγουμε, λοιπόν, από μια Ευρώπη που διοικείται από μια ανελεύθερη γραφειοκρατική ελίτ.

Οι σύγχρονοι ευρωπαίοι εθνικιστές δεν εμφανίζονται ως διώκτες του διαφορετικού, μα ως αμύντορες των κοσμικών αξιών της Δύσης, όχι ως επίβουλοι της κυριαρχίας των γειτονικών κρατών, αλλ’ ως υπερασπιστές της δικής τους εθνικής κυριαρχίας, που κινδυνεύει από το διευθυντήριο των Βρυξελλών, εγκολπώνονται την αρχή της διαφορετικότητας προκειμένου να την υπονομεύσουν και διανθίζουν το πρόσωπό τους με αντιστασιακές πινιελιές προκειμένου να αναστρέψουν τη μεταπολεμική πορεία της Ευρώπης.

Οι ευρωπαίοι εθνικιστές αξιοποιούν έντεχνα την οικονομική κρίση και τις μεταναστευτικές ροές, εκσυγχρονίζονται διότι έχουν μάθει από την ιστορική τους ήττα. Οι φιλελεύθεροι όμως και οι σοσιαλιστές φαίνεται πως αφέθηκαν στις δάφνες τους (την επικράτησή τους έναντι του αντίπαλου δέους) ή ίσως χάθηκαν στις θεσμικές ατραπούς που οι ίδιοι χάραξαν (τη γραφειοκρατία που καταπνίγει τη δημοκρατία) ή ενδεχομένως εγκλωβίστηκαν στα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα μιας κοντόφθαλμης αστικής τάξης (την έξοδο από την κρίση με πολιτικές λιτότητας). Τώρα παρακολουθούν αμήχανοι ή καταγγέλουν αδέξια την άνοδο της Ακροδεξιάς απ’ άκρη σ’ άκρη της ηπείρου. Δεν καταπολεμάς όμως τους εθνικισμούς υπενθυμίζοντας απλώς το σκοτεινό τους παρελθόν· τους καταπολεμάς σχεδιάζοντας και δρομολογώντας το δικό σου δημοκρατικό μέλλον. Διότι η Ευρώπη έφτασε στο κρίσιμο σταυροδρόμι: ή θα τολμήσει το άλμα στην πολιτική ένωση με δημοκρατική θεμελίωση και κοινωνική συνοχή, οικοδομώντας έτσι έναν συνταγματικό πατριωτισμό στην παράδοση του Διαφωτισμού, ή θα διαλυθεί από τις φυγόκεντρες δυνάμεις του εθνικισμού. Και δεν ωφελεί η δαιμονοποίηση· μακροπρόθεσμα δεν κερδίζουν όσοι επενδύουν στο φόβο, αλλά όσοι επενδύουν στην ελπίδα.