Σχεδόν μισό αιώνα μετά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να ενοχλεί πολλούς. Όχι μόνο τους όσους ανήκουν στην Άκρα Δεξιά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της Δεξιάς. Σε κάθε ευκαιρία, και ιδιαίτερα τις ημέρες της επετείου της εξέγερσης, γράφουν άρθρα, κάνουν αναρτήσεις και σχόλια που σκοπό έχουν να μειώσουν τη σημασία της εξέγερσης, να αμφισβητήσουν τα γεγονότα, να εκφράσουν την αποστροφή τους για τη «γενιά του Πολυτεχνείου», να συκοφαντήσουν τους εξεγερμένους φοιτητές, να καταδικάσουν την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», να δηλώσουν τη δυσφορία τους για τις «παρωχημένες» ιδέες που επιβιώνουν μέσα από τις εορταστικές τελετές και την πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος δήθεν «απομυθοποίησης» του Πολυτεχνείου αφορά την αμφισβήτηση των γεγονότων και ιδίως των νεκρών. Άλλοι αρνούνται την ύπαρξη θυμάτων κατά την καταστολή της εξέγερσης ή –σε μια παραλλαγή αυτής της άποψης– βουλευτές και υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης έχουν υποστηρίξει ότι δεν υπήρχαν θύματα μέσα στο Πολυτεχνείο. Όμως, χάρη στη συστηματική έρευνα του ιστορικού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη γνωρίζουμε με αδιάσειστα στοιχεία ότι τουλάχιστον 24 άτομα σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς στο διάστημα 16-18 Νοεμβρίου 1973. Το γεγονός ότι δεν σκοτώθηκαν μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου δεν αποκαλύπτει τη «μεγαλύτερη πολιτική απάτη του 20ού αιώνα», όπως διακινούν ακροδεξιοί ιστότοποι, αλλά δείχνει πόσο εκτεταμένη και βάρβαρη ήταν η καταστολή της εξέγερσης και ότι στόχος ήταν η τρομοκράτηση συνολικά του πληθυσμού της πρωτεύουσας. Επιπλέον, η δολοφονία 24 άοπλων ανθρώπων συνιστά την πιο πολύνεκρη επιχείρηση κρατικής καταστολής στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Κι αυτό ενοχλεί, γιατί έρχεται να διαψεύσει τη φιλολογία περί «ήπιας» δικτατορίας. Είναι γνωστή η άποψη που κυκλοφορεί ευρέως ότι η «χούντα δεν ήταν τόσο βίαιη όσο οι δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής», άποψη που επιδιώκει να σχετικοποιήσει τα δεινά που προκάλεσε η δικτατορία στη χώρα. Η χούντα των συνταγματαρχών δεν είχε λόγο να καταφύγει στη μαζική βία όσο δεν αντιμετώπιζε μαζική αντίσταση. Όταν, όμως βρέθηκε μπροστά σε μια μαζική εξέγερση που απειλούσε το καθεστώς, δεν είχε κανένα πρόβλημα να καταφύγει σε μαζικές συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και, τέλος, δολοφονίες.
Εκτός από την αμφισβήτηση για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, τα τελευταία χρόνια διακινείται, και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, η άποψη ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ευθύνεται για την εισβολή στην Κύπρο. Όσο εξωφρενικός κι αν είναι ο συλλογισμός, κάποιοι ισχυρίζονται ότι επειδή η εξέγερση του Πολυτεχνείου οδήγησε στην ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, ο οποίος οργάνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρο που οδήγησε στην τουρκική εισβολή, καταλήγουν στο «συμπέρασμα» ότι εάν δεν είχε γίνει η εξέγερση δεν θα είχε ανατραπεί ο Παπαδόπουλος, δεν θα είχε ανέβει στην εξουσία ο Ιωαννίδης κ.λπ. Η άποψη αυτή δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Όλοι γνωρίζουμε ότι κανείς δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα με υποθετικά ερωτήματα του τύπου «τι θα γινόταν εάν…». Πόσο μάλλον σε αυτήν την περίπτωση, εάν λάβουμε υπόψη μας τις κάκιστες σχέσεις που είχε η χούντα με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη προσπαθεί να αποσείσει την ευθύνη από αυτούς που την είχαν και να την αποδώσει σε κάποιους άλλους. Με άλλα λόγια επιχειρείται να ενοχοποιηθούν οι εξεγερμένοι φοιτητές για το έγκλημα που διέπραξε η χούντα σε βάρος της Κύπρου. Η αθώωση της χούντας για το έγκλημα της Κύπρου εντάσσεται σε ένα εγχείρημα «εξωραϊσμού» της, ούτως ώστε η χούντα να εμφανιστεί απλώς ως μικρό ιστορικό επεισόδιο δευτερεύουσας σημασίας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Γιατί, λοιπόν, ενοχλεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου και κάποιοι επιδιώκουν να απαξιώσουν, να αμφισβητήσουν, να μειώσουν, να διαστρεβλώσουν τόσο τα γεγονότα εκείνων των ημερών όσο και την ιστορική σημασία της; Αυτό που ενοχλεί είναι ότι αποτελεί μια πράξη μαζικής αντίστασης, η οποία ενώ έχει περάσει στην ιστορία είναι ταυτόχρονα οικεία. Ας ξεκινήσω από το τέλος. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ως γεγονός παραμένει οικείο, ή, καλύτερα, είναι πιο οικείο από άλλες ιστορικές στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας. Οι νέοι που διαμαρτύρονταν και διαδήλωναν στο Πολυτεχνείο ως μορφές μάς είναι πιο οικείες από τους ορεσίβιους αντάρτες της Αντίστασης, ο χώρος γύρω από το Πολυτεχνείο δεν έχει αλλάξει δραματικά, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν (έστω θολές, λίγες, αποσπασματικές) αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί ακόμη να συγκινεί, να εμπνέει, γιατί είναι κομμάτι της βιωμένης ιστορίας ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, η εξέγερση του Πολυτεχνείου έχει εγγραφεί στην ιστορική συνείδηση και μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ως η κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα. Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν και παραμένει καταδικασμένη στην ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, έστω κι αν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αυξήθηκαν οι εχθροί της δημοκρατίας και ενισχύθηκε η Άκρα Δεξιά. Οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας θεμελιώθηκαν γερά στα χρόνια της «επάρατης» Μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα οι όποιες προσπάθειες «εξωραϊσμού» της δικτατορίας να έχουν μικρή απήχηση. Τέλος, ενοχλεί η ιδέα της μαζικής αντίστασης. Μια δημόσια, μαζική πράξη ανυπακοής, αμφισβήτησης, υπονόμευσης, σύγκρουσης με ένα αυταρχικό καθεστώς. Το 1973 κάποιοι δεν φοβήθηκαν και δεν σώπασαν, για μήνες οργανώνονταν και κινητοποιούσαν και άλλους νέους, με αποτέλεσμα το Νοέμβριο χιλιάδες άνθρωποι να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη δικτατορική εξουσία. Οι περισσότεροι από τους εξεγερμένους δεν ανήκαν σε οργανώσεις, κάτι που δείχνει και την κοινωνική δυναμική της εξέγερσης. Ωστόσο, είχαν πολιτική ταυτότητα. Ένιωθαν ότι αποτελούσαν κομμάτι μιας νέας, πληθυντικής Αριστεράς, που εκείνη την εποχή γεννιόταν – συμμετείχαν οι ίδιοι στη δημιουργία της. Η ταυτότητα των εξεγερμένων νέων αλλά και το ίδιο το πολιτικό στίγμα της εξέγερσης εξηγεί και ποιοι ενοχλούνται από τους εορτασμούς. Η Άκρα Δεξιά, η οποία έχει ταυτιστεί με τους θύτες, αλλά και η Δεξιά, η οποία ήταν απούσα, για άλλη μια φορά, από τους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν πάνω απ’ όλα μια πράξη αντίστασης, γι’ αυτό εξακολουθεί να ενοχλεί πολλούς μέχρι σήμερα. Η σπουδή βουλευτών της ΝΔ να ζητήσουν φέτος την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου από πολύ νωρίς, και η απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει όχι μόνο την πορεία αλλά και κάθε δημόσια συνάθροιση, επιβεβαιώνουν αυτή την ενόχληση. Υπάρχουν, βέβαια, και οι άλλοι. Αυτοί που τιμούν τους νεκρούς και αναγνωρίζουν την ιστορική σημασία της εξέγερσης. Αυτοί που εξακολουθούν να αναζητούν το νόημα της αντίστασης σήμερα. Αυτοί, λοιπόν, ας ξεκινήσουν από τούτο: οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα της πανδημίας καθιστούν, με έναν περίεργο τρόπο, επίκαιρη την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας στις ιδιαίτερες συνθήκες που πλέον επικρατούν.