Με αφορμή τη Διεθνή ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, όπως καθιερώθηκε η 27η Ιανουαρίου από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2005, ο συγγραφέας Λέων Α. Ναρ διαβάζει στο «Σημείο» ένα απόσπασμα του βιβλίου του Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-1946), [εκδ. Πόλις, 2018], για την επιστροφή των επιζώντων Ελλήνων Εβραίων στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1945.

«Με αφορμή την πολύ ιδιαίτερη ημέρα, νομίζω ότι αξίζει να αναστοχαστούμε, να μελετήσουμε τις συνθήκες που επικράτησαν στην Θεσσαλονίκη μετά την επιστροφή όλων όσων επέστρεψαν του διωγμού. Να εστιάσουμε στις αξεπέραστες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι επιζώντες τα πρώτα χρόνια της επιστροφής τους από τα στρατόπεδα του θανάτου, αδυνατώντας συχνά να διεκδικήσουν ακόμα και το ίδιο τους το σπίτι, το οποίο πολλές φορές ήταν καταπατημένο, με δεδομένο μάλιστα το αφόρητο πένθος για το χαμό των περισσότερων συγγενικών τους προσώπων και όλα αυτά την περίοδο, όπου οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίζονταν σχετικά με την Ισραηλιτική κοινότητα Θεσσαλονίκης είτε είχαν αρνητικό πρόσημο, είτε παρέμεναν ανενεργές. Νομίζω πρέπει να στοχαστούμε για τα εμπόδια που συνάντησε η επανένταξη των Θεσσαλονικιών Εβραίων στη συλλογικότητα της πόλης. Να εκτιμήσουμε τις προσπάθειες τους να οργανώσουν και πάλι τις κοινοτικές τους δομές, κατά το πρότυπο της προπολεμικής περιόδου και να ορίσουν με ακρίβεια τα κριτήρια της οικονομικής ενίσχυσης και περίθαλψης των απόρων, να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η κοινότητα αντιμετώπισε την επίσημη πολιτεία, αλλά και όσους επιζώντες είχαν ύποπτο ρόλο στην διάρκεια της κατοχής. Να δούμε επίσης τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα· στέγη, τροφή, επαγγελματική αποκατάσταση, τα θέματα περίθαλψης, καθώς και άλλα έκτακτα ζητήματα που παρουσιάζονταν καθημερινά. Πολύ συχνά, οι επανακάμψαντες στην πόλη έβρισκαν τα σπίτια τους κατειλημμένα από καταπατητές, με αποτέλεσμα κάποιες Εβραϊκές οικογένειες να μοιράζονται δωμάτια του ίδιου διαμερίσματος, ενώ άλλες να κοιμούνται σε χώρους που διέθετε η κοινότητα, οι οποίες ωστόσο δεν πληρούσαν ούτε καν τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, όπως οι εγκαταστάσεις του πρώην ορφανοτροφείου «Αλλατίνη». Η αξιολόγηση των συνθηκών καταστροφής και λεηλασίας του παλαιού νεκροταφείου της κοινότητας, που συντελέστηκε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η μεγαλύτερη Πανεπιστημιούπολη της Ελλάδας είναι ένα ακόμη ζητούμενο που πρέπει να μας απασχολήσει. Όπως και η εκτεταμένη δημόσια χρήση των επιτύμβιων πλακών του κατεστραμμένου νεκροταφείου. Άρα, έχουμε να κάνουμε με μια νέα ταυτότητα που έπρεπε να διαμορφώσουν οι Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης σε σχέση και με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους, στοιχεία με τα οποία καλούνταν αναγκαστικά να προσαρμοστούν. Από τους συμπολίτες τους, άλλοι έδειξαν το ανθρωπιστικό τους πρόσωπο την περίοδο της γερμανικής κατοχής, είτε κρύβοντας, είτε περιθάλποντας Ισραηλίτες και άλλοι είτε από αδιαφορία ή από προσωπικό-οικονομικό όφελος δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη των συνανθρώπων τους. Τα εμπόδια που συναντούσε η επανένταξη των Σαλονικιών Εβραίων στην συλλογικότητα της πόλης, όσο και τα προβλήματα που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπίσουν έχουν αναδειχθεί ερευνητικά και ιστοριογραφικά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα άρχισε να συζητείται εκτενέστερα, πέρα από τα όρια των συνεδρίων και των παντός είδους επιστημονικών συναντήσεων, το κίνητρο της αδιαφορίας των πολιτών της Θεσσαλονίκης για την τύχη των συμπολιτών τους στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του ‘40.»