Η Παγκόσμια Ημέρα των Ρομά (8 Απριλίου) αναδεικνύει τις διακρίσεις που λαμβάνουν χώρα εναντίων των κοινοτήτων τους και καλεί για τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους σε ολόκληρο τον κόσμο, την Ευρώπη και την Ελλάδα. Η ημέρα επικεντρώνεται επίσης στην παραγνωρισμένη ιστορία των Ρομά, τη γλώσσα, την κουλτούρα και τις πολιτισμικές τους πρακτικές, η κατανόηση των οποίων είναι προϋπόθεση για την κοινωνική τους συμπερίληψη. Ο ορισμός της Παγκόσμιας Ημέρας, ο οποίος αποφασίστηκε στο 1ο Παγκόσμιο Κογκρέσο των Ρομά το 1971 στο Λονδίνο, σηματοδοτεί επιπλέον τις οργανωμένες προσπάθειες των κοινοτήτων τους για την εξάλειψη του ακραίου αποκλεισμού που βιώνουν, όπως και των ρατσιστικών και υποτιμητικών συμπεριφορών εναντίων τους.

Μέρος της προσπάθειας αποτελεί η ανάγκη αναγνώρισης της ύπαρξης του αντιτσιγγανισμού (anti-Gypsyism) ως συγκεκριμένης μορφής ρατσισμού αντίστοιχης με τον αντισημιτισμό. Για πολλά χρόνια ο αντιτσιγγανισμός αποτελούσε τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» όταν σχεδιάζονταν πολιτικές που αφορούν τους Ρομά. Για παράδειγμα, στη χώρα μας το προηγούμενο δεκαετές πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για τους Ρομά (2011–2020) δεν ανέφερε ούτε μία φορά τον αντιτσιγγανισμό ως πρόβλημα το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Η παράλειψη αυτή αποκαταστάθηκε με την τρέχουσα Εθνική Στρατηγική (2021–2030), παραμένουν όμως προκλήσεις, ιδίως εφόσον η διάσταση του αντιτσιγγανισμού θα πρέπει να διατρέχει οριζόντια –και όχι τομεακά– οποιαδήποτε προσπάθεια καταπολέμησης των δομικών διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού που βιώνουν οι Ρομά.

Η διάχυτη αρνητικά στερεοτυπική αντιμετώπιση που βιώνουν οι Ρομά είναι εμφανής σε όλα τα πεδία: «Θέλουν να ενταχθούν;», ρωτούν λιγότερο ή περισσότερο κακοπροαίρετοι, υπονοώντας ότι ίσως ευθύνονται και οι ίδιοι για τις άθλιες συνθήκες στις οποίες διαβιούν και ξεχνώντας ότι χιλιάδες Ρομά ζουν ενταγμένοι στις τοπικές τους κοινότητες. «Έχουν αντιληφθεί ότι δεν έχουν μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις;», ρωτούν άλλοι, ξεχνώντας ότι η ισότιμη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι καθολικός – όπως ακριβώς ισχύει δηλαδή και για όσους θέτουν τέτοια ερωτήματα.

Στις αρχές του 2022 ολοκλήρωσα τη διεξαγωγή μιας (μη δημοσιευμένης) έρευνας για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο πλαίσιο του προγράμματος JUSTROM. 1: Τα συνολικά ευρήματα από την Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ιταλία είναι δημοσιευμένα εδώ. Μιλώντας με δεκάδες γυναίκες Ρομά στην Ελλάδα και συλλέγοντας ερωτηματολόγια από άλλες τόσες, αναδείχθηκε ξεκάθαρα η διάσταση του αντιτσιγγανισμού και του δομικού αποκλεισμού που βιώνουν τόσο οι ίδιες όσο και τα υπόλοιπα μέλη των κοινοτήτων τους στη χώρα μας. Για παράδειγμα, τρεις στις τέσσερις γυναίκες από διαφορετικές μεταξύ τους κοινότητες στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη και την Ξάνθη δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν μικρές ή μεγάλες δυσκολίες κατά την πρόσβασή τους σε θεσμούς και υπηρεσίες, αποδίδοντάς τες στο γεγονός ότι είναι Ρομά. Το ποσοστό γίνεται καθολικό σε όσες είτε αυτοπροσδιορίζονται ως Ρομά είτε αναγνωρίζονται έτσι από τις αρχές, αφού νεότερες κυρίως γυναίκες επιλέγουν να κρύψουν την ταυτότητά τους όταν έρχονται σε επαφή με τις αρχές προκειμένου να μην πέσουν θύματα αρνητικής διάκρισης. Άλλες αντιμετωπίζουν την έκπληξη του προσωπικού των φορέων με τις οποίες συναλλάσσονται γιατί «δεν μοιάζουν με Ρομά», και άρα προδίδουν τη στερεοτυπική εικόνα του φτωχού, κακοντυμένου και αναλφάβητου που είναι διάχυτη.

Ως ιδιαίτερα αρνητική καταγράφηκε η εμπειρία των γυναικών από τα αστυνομικά όργανα, αλλά και τις υπηρεσίες των δήμων. Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε ούτε μία γυναίκα που να μην έχει πέσει η ίδια θύμα ή να μην έχει γίνει μάρτ

υρας ρατσιστικής και υποτιμητικής συμπεριφοράς από την αστυνομία και τις δημοτικές υπηρεσίες. Όπως είναι αναμενόμενο, τα περιστατικά αυτά δεν καταγγέλλονται σχεδόν ποτέ, αφού υπάρχει καθολική δυσπιστία ως προς την αποτελεσματικότητα και αμεροληψία των μηχανισμών υποστήριξης (όπως της Αστυνομίας), αλλά και άγνοια για τις διαδικασίες καταγγελιών. Η σχεδόν καθολική αυτή έλλειψη εμπιστοσύνης έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες Ρομά να μην αναζητούν υποστήριξη ούτε όταν είναι θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, αφού στις περιπτώσεις αυτές είναι σχεδόν αποκλειστικά το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον στο οποίο καταφεύγουν. Όπως προέκυψε από τις συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια, σχεδόν το 95% των γυναικών δε θα απευθύνονταν στις αστυνομικές αρχές ούτε θα συμβούλευαν θύμα έμφυλης βίας να απευθυνθεί, στη βάση προηγουμένων αρνητικών εμπειριών και από τον φόβο περαιτέρω θυματοποίησης.

Αντίστοιχα ζητήματα ανέδειξε και η υλοποίηση του προγράμματος JUSTROM την περίοδο 2017–2022. Με στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης των γυναικών Ρομά στους θεσμούς της δικαιοσύνης, οι συνεργάτες του προγράμματος παρείχαν ατομική συμβουλευτική σε περισσότερα από 2.600 μέλη των ρόμικων κοινοτήτων σε τρεις περιοχές της Ελλάδας. Φυσικά, ο βαθμός ισότιμης πρόσβασης στους θεσμούς της δικαιοσύνης –συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών καταγγελιών αλλά και των τοπικών υπηρεσιών– ποικίλλει τοπικά και εξαρτάται τόσο από τη στάση των αρχών όσο και το επίπεδο (αν)αλφαβητισμού των ανθρώπων, ακόμη και την εξωτερική τους εμφάνιση – εφόσον τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα όταν οι αρχές δεν αναγνωρίζουν ότι είναι Ρομά.

Όμως η πληθώρα και το εύρος των ζητημάτων με τα οποία γυναίκες και άνδρες Ρομά απευθύνθηκαν στις ομάδες αποκαλύπτει τόσο την έκταση της ευαλωτότητας και του αποκλεισμού από υπηρεσίες και δικαιώματα όσο και δομικές και θεσμικές χρόνιες αγκυλώσεις και αδυναμίες των θεσμών υποστήριξης. Μέσα από το πρόγραμμα εντοπίσαμε γυναίκες και άντρες Ρομά που δεν μπορούν να εγγραφούν στα δημοτολόγια και να εκδώσουν δελτίο ταυτότητας· που είναι «αόρατοι» για το κράτος και δεν μπορούν να κάνουν καμία νόμιμη εργασία· 2: Για το θέμα φτιάξαμε το μικρό ντοκιμαντέρ «Αόρατοι Άνθρωποι» άνθρωποι στους οποίους παράνομα αρνούνταν η πρόσβαση στον συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό της δωρεάν νομικής βοήθειας· 3: Η παρέμβασή μας προκάλεσε το έγγραφο της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (Αρ. Πρωτ. 11159/2017 στις 24.11.2017), και στη συνέχεια του προέδρου του Αρείου Πάγου (11385/6.12.2017) προς όλες τις δικαστικές αρχές της χώρας σε σχέση με την υποχρέωση να γίνονται δεκτές αιτήσεις για δωρεάν νομική βοήθεια ακόμη και όταν οι δικαιούχοι είναι ανιθαγενείς ή δεν διαθέτουν δελτίο ταυτότητας. μητέρες που εξαιτίας της αδυναμίας τους να αποδείξουν θεσμικά το αυτονόητο –την ίδια τους την ύπαρξη και ταυτότητα– και να εκδώσουν έγγραφα, έχασαν τα παιδιά τους σε ανάδοχες οικογένειες και ιδρύματα. 4: Οι αναφορές μας προκάλεσαν την παρέμβαση του βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού (231426/57008/2017), ενώ σε συνεργασία με άλλους φορείς προκαλέσαμε το άρθρο 62 στον νόμο 4554/18.7.2018 που αφορά τις διαδικασίες ταυτοποίησης μητέρων χωρίς έγγραφα. Ενημερώσαμε Ρομά οικογένειες που ενώ βρισκόταν αντιμέτωπες με υπέρογκα πρόστιμα και διαδικασίες κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας τους, δεν είχαν την απαραίτητη πληροφόρηση για τις σχετικές διαδικασίες και τους νόμους προστασίας των οφειλετών. Εντοπίσαμε γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας που δεν γνώριζαν τους θεσμούς υποστήριξης, ανθρώπους που προσπάθησαν να νοικιάσουν σπίτια με νόμιμο εισόδημα, ή τη βοήθεια προγραμμάτων, και να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και οι περίοικοι ή οι σύλλογοι γονέων αντέδρασαν. Δεχθήκαμε καταγγελίες για δράση των αρχών με «φυλετικό προφίλ» (racial profiling) και για αστυνομική βία, αυθαιρεσία και κακομεταχείριση. Και πολλά άλλα.

Με άλλα λόγια, τόσο η δράση στο πεδίο όσο και η σχετική έρευνα ανέδειξε ότι τα προβλήματα πρόσβασης και αρνητικών διακρίσεων που αντιμετωπίζουν οι Ρομά δεν οφείλονται μόνο στο γεγονός ότι οι είναι αποκλεισμένοι. Οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι είναι Ρομά, δηλαδή στον διαχρονικό ρατσισμό, την περιθωριοποίηση, την αδιαφορία, αλλά και τις διακρίσεις εναντίον τους. Αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα των Ρομά στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συνήθως αντιμετωπίζονται. Είναι ταυτόχρονα –αν όχι πρωτίστως– προβλήματα ρατσισμού και (συνήθως έμμεσων) αρνητικών διακρίσεων – δηλαδή αντιτσιγγανισμού. Ως συνέπεια, η καταπολέμηση τους δεν θα προκύψει μονάχα από την αντιμετώπιση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και από την καταπολέμηση του ρατσισμού και του δομικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν. Επίσης, μέσα από την προώθηση πλουραλιστικών μορφών συμμετοχής και φυσικά την υιοθέτηση συγκεκριμένων και συγκροτημένων μέτρων και στρατηγικών στην προσπάθεια να γίνουν βήματα προσέγγισης των κοινοτήτων τους.