Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 30/3/2016.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο πρώην πολιτικός ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας, Ράντοβαν Κάρατζιτς, κρίθηκε ένοχος γενοκτονίας για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα. Επίσης, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία τον καταδίκασε για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κρίνοντάς τον ένοχο για τις 10 από τις 11 κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Μεταξύ τους, αυτή που αφορούσε τη σφαγή σχεδόν 8.000 μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995 και αυτή που αφορούσε εγκλήματα πολέμου κατά την πολιορκία του Σαράγεβο.
Η είδηση δεν προκάλεσε στην Ελλάδα τον αντίκτυπο που θα περίμενε κανείς. Σε μια χώρα που συνδέθηκε τόσο πολύ με τους τότε ηγέτες των Σέρβων, η σημερινή καταδίκη τους για τέτοια εγκλήματα θα έπρεπε να προκαλέσει σεισμό. Θα ήταν λογικό να υπάρξουν έντονες αντιδράσεις. Ακόμα και εκδηλώσεις συμπαράστασης στους διωκόμενους συμμάχους θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Όμως η σημερινή σιωπή δείχνει πως η καταδίκη Κάρατζιτς μοιάζει να μην μας αφορά. Και μοιάζει κυρίως να μην αφορά εκείνους που έδεσαν τη μοίρα τους με τη δική του. Εκείνους που χάρισαν στον εγκληματία πολέμου τη συμπαράσταση μιας χώρας, και μάλιστα μόνης σχεδόν αυτής της χώρας ως εξαίρεσης από τη διεθνή κοινότητα – που αντιλαμβανόταν το μέγεθος του συντελούμενου εγκλήματος.
Αυτή η αποστασιοποίηση των ταγών της τότε «ελληνοσερβικής φιλίας» δεν αρκεί για να καλύψει μια πολύ μαύρη σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αναφέρομαι στον εναγκαλισμό της πολιτικής μας τάξης, της εκκλησίας, πολλών θεσμών και μεγάλου μέρους του λαού με τον μεγαλοσερβικό εθνικισμό. Το «ορθόδοξο τόξο» επέλεξε να (συγ)καλύψει το μεγαλύτερο μεταπολεμικό έγκλημα στην Ευρώπη. Οι Κάρατζιτς, Μλάντιτς και Μιλόσεβιτς αγκαλιάστηκαν σφιχτά με ιεράρχες, πολιτικούς ηγέτες (καμιάς δυστυχώς παράταξης εξαιρουμένης) και «πνευματικούς» ανθρώπους. Στα στάδια η ελληνική ψυχή δονήθηκε στον παλμό του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού. Σε μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις αυτού του κλίματος, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ απηύθυνε πρόσκληση σε ανοιχτή συγκέντρωση στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας προς τιμήν του Κάρατζιτς τον Ιούνιο του 1993. Η εκδήλωση οργανώθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδας με συνδιοργανωτές τη ΓΣΕΕ, την ΠΑΣΕΓΕΣ, την ΑΔΕΔΥ. Από μικροφώνου ο –επισήμως πια– εγκληματίας πολέμου φώναξε «Όχι, δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε μαζί μας τον Θεό και τους Έλληνες».
Τον καιρό εκείνο, έλληνες παραστρατιωτικοί «εθελοντές» έφευγαν για τον τόπο της σφαγής και τους ξεπροβόδιζαν σαν ήρωες. «Όταν το πυροβολικό σταμάτησε τους βομβαρδισμούς, μπήκαμε και καθαρίσαμε!», δήλωνε αργότερα με φωνή που παλλόταν ένας από αυτούς. Ίσως η μετέπειτα πορεία τους υπήρξε λαμπρή στον χώρο του νεοναζιστικού ποινικού περιθωρίου.
Πέρασαν πάνω από 20 χρόνια. Ίσως δεν έχει πια νόημα η αναλυτική καταγραφή των πολιτικών προσώπων που έσπευδαν να δηλώσουν σεβασμό και στήριξη στον Κάρατζιτς και τους λοιπούς εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας. Όποιος ενδιαφέρεται εύκολα μπορεί να τους αναζητήσει, να θυμηθεί και να εκπλαγεί από την πανστρατιά της εθελοτυφλίας. Μπορεί επίσης κανείς να αναλογιστεί αυτά τα 20 χρόνια και να κατανοήσει πολλά για την μετέπειτα εξέλιξη του εθνολαϊκισμού και της Ακροδεξιάς στη χώρα. Η ελληνοσερβική φιλία υπήρξε σημαντική φάση της οριζόντιας διάχυσης των ιδεών αυτών και των συνδρόμων του αναδελφισμού στο πολιτικό φάσμα. Δεν ευδοκίμησαν βέβαια οι ιδέες αυτές στον ίδιο βαθμό σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Αλλά από την άλλη, και ποιοι πολιτικοί χώροι έμειναν αμόλυντοι;
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική σημαία που υψώθηκε στη Σρεμπρένιτσα μετά τη σφαγή θα μένει για πάντα συλλογικό μας στίγμα. Συμβολίζει το δικό μας μερίδιο ηθικής ευθύνης για τους χιλιάδες νεκρούς.
ΥΓ: Καμιά προσπάθεια συμψηφισμού αυτών των σοβαρών εγκλημάτων με άλλα εγκλήματα από άλλους εμπόλεμους, στο πλαίσιο της ίδιας σύγκρουσης ή άλλων συγκρούσεων, δεν μπορεί να μειώσει το βάρος του αίματος. Η Ιστορία ρίχνει βαριά τη σκιά της σε όσους επιχειρούν τέτοιους συμψηφισμούς.