Στα μέσα Ιουλίου 1995 η ανθρωπότητα άρχισε να ενημερώνεται ότι σε μια άσημη πόλη της Βορειοανατολικής Βοσνίας συνέβη το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που γνώρισε η Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τότε δούλευα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στην κεντρική αίθουσα συνεδριάσεων του οποίου φιλοξενούνταν ακόμη η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για τους έλληνες ευρωβουλευτές, οι οποίοι, με φαεινή εξαίρεση τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη (μπορεί και κανέναν άλλο που δεν θυμάμαι και πιθανώς αδικώ), είχαν καβαλήσει το άρμα του καθαγιασμού του ομόδοξου έθνους και της ελληνοσερβικής φιλίας, που έφτανε μέχρι και σε οράματα συνομοσπονδίας επί του εδάφους της ενδιάμεσης χώρας (ακόμη) δίχως όνομα.
Ήταν η εποχή που στα ελληνικά δελτία ειδήσεων άκουγες ότι «το Σεράγεβο πολιορκείται ανελέητα», αλλά σπανίως άκουγες ποιος πολιορκεί και ποιος πολιορκείται. Στην αρχή, και η Σρεμπρένιτσα ήταν ένα θολό μήνυμα. Ξέραμε ότι κάτι φρικιαστικό είχε γίνει, αλλά σπανίως οδηγούμαστε στο να δείξουμε τον θήτη: «πόλεμος είναι, αγριότητες γίνονται»… κάπως έτσι. Τέλος, στην ελληνική κοινή γνώμη και σε πολλούς πολιτικούς ήταν πολύ διαδεδομένη η ιδέα της προβοκάτσιας. Προβοκάτσια η Σρεμπρένιτσα για να προκληθεί η επέμβαση του ξένου παράγοντα, προβοκάτσια η σφαγή 50 και ανθρώπων στην αγορά του Σεράγεβο για να αφοπλιστούν οι Σέρβοι και πάει λέγοντας. Κλασικές θεωρίες επιτηδευμένης άγνοιας και τοξικής μεροληψίας.
Η ουσία όμως είναι ότι όντως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα κινητοποίησε την αμερικάνικη κυβέρνηση η οποία, αμέσως μετά, έκανε κάποιες αεροπορικές επιδρομές επί σέρβικων στόχων στο βοσνιακό έδαφος, τον Αύγουστο του 1995. Ήδη η σερβοβοσνιακή πλευρά είχε αρχίσει επιχειρησιακά να εξαντλείται πια, ενώ οι Κροάτες συγκέντρωναν διαρκώς όλο και περισσότερο οπλισμό. Αυτοί που ήταν ακόμη μόνοι τους στη μέση και τους σφυροκοπούσαν και οι δύο ήταν οι βόσνιοι μουσουλμάνοι. Ο δρόμος για την έξωθεν επιβεβλημένη ανακωχή που συμφωνήθηκε πέντε μήνες αργότερα σε μια άγνωστη πόλη του Οχάιο των ΗΠΑ είχε αρχίσει να στρώνεται. Η σφαγή της Σρεμπρένιτσα ήταν η θρυαλλίδα: η Συνθήκη του Ντέιτον υπεγράφη από τα εμπλεκόμενα μέρη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και το 1996 άρχισε η επιχείρηση πολιτειακής συγκρότησης της Βοσνίας Ερζεγοβίνης από τη «διεθνή κοινότητα».
Η σφαγή αυτή όντως λειτούργησε ως καταλύτης των εξελίξεων μετατροπής μιας πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» στο πιο περίπλοκο διεθνές προτεκτοράτο που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα: η Βοσνία είναι εφεξής μια ομοσπονδιακή χώρα με δύο οντότητες, την Ρεπούμπλικα Σέρπτσκα και την κροατο-μουσουλμανική ομοσπονδία. Η δεύτερη οντότητά της χωρίζεται σε 10 καντόνια, κάποια κροατικής πλειοψηφίας και κάποια βοσνιακής, ενώ το καθένα έχει το κοινοβούλιό του, τη σημαία του και πάει λέγοντας. Για να δουλέψει για τα προσχήματα αυτό το πολιτειακό μόρφωμα χρειάστηκε για πολλά χρόνια η παρουσία της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας», με κολοσσιαίες επιτόπιες αποστολές, μεταξύ των οποίων και η αποστολή του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Αυτή είχε ως καταστατικό στόχο τη διενέργεια εκλογών, την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την προώθηση του εκδημοκρατισμού της διαλυμένης χώρας.
Σε αυτή την αποστολή εργάστηκα από το Σεπτέμβρη του 1997 ως την άνοιξη του 1999. Η εμπειρία ήταν μοναδική καθώς, πριν κλείσω τα 27, βρέθηκα να ζω σε ένα περιβάλλον όπου ακόμη το μπαρούτι έκαιγε. Το μεγαλύτερο σχολείο μου ως τώρα. Ήθελα πολύ να πάω να δω αυτή την πόλη της οποίας το όνομα είχε γίνει ήδη συνώνυμο της σφαγής διεθνώς. Ωστόσο, η Σρεμπρένιτσα, στην οποία τότε ζούσαν αποκλειστικά σέρβοι πρόσφυγες διωγμένοι από άλλα μέρη της Βοσνίας, ήταν απολύτως απαγορευμένος προορισμός για τους διεθνείς αξιωματούχους.
Το Νοέμβριο το 1997, με έναν καλό φίλο που είχε έρθει να με δει, κάναμε την αποκοτιά, παραβιάζοντας τον κανόνα της αποστολής. Τώρα, 25 χρόνια μετά, μπορώ να το πω χωρίς να κινδυνεύω – παραγράφηκε. Φτάσαμε στη Σρεμπρένιτσα περνώντας ένα τοπίο διαλυμένων χωριών σε ένα κλασσικό, βαλκανικό ορεινό τοπίο. Η εικόνα της πόλης δεν ήταν τόσο αποκρουστική. Είχα ήδη δει πόλεις-ρημαδιά τρεις μήνες στη Βοσνία. Δεν ήταν αυτό που σου έκανε εντύπωση εκεί. Αυτό που ένιωθες όταν κυκλοφορούσες ήταν το πιο ζόρικο. Έβλεπες παντού δίπλα σου θλιμμένα πρόσωπα να σε επεξεργάζονται παγερά, αλλά κι άσχημες, άγριες φάτσες να σε κοιτάνε επικίνδυνα.
Κάποια στιγμή νιώσαμε τον πρώτο προπηλακισμό και σε λίγα δευτερόλεπτα μια πέτρα προσγειώθηκε στο καπό του αυτοκινήτου. Το τετρακίνητο όχημα ήταν της αποστολής, με τα σήματα του ΟΑΣΕ ευδιάκριτα και στις δύο πόρτες και, φυσικά, με διπλωματικές πινακίδες. Γι’ αυτό κι έγινε στόχος. Κάναμε αναστροφή άρον άρον και φύγαμε από το κέντρο, διότι τα σύννεφα πύκνωναν. Ακόμη κι εμείς το καταλαβαίναμε… Στις παρυφές της πόλης σταματήσαμε πάλι σε μια ουρά αυτοκινήτων καθώς ο δρόμος ήταν διαλυμένος από τους όλμους. Σταματημένοι αναγκαστικά, άρχισαν πάλι να μας ζώνουν τα φίδια όταν δύο οδηγοί άρχισαν να μας αγριοκοιτάνε και να μας βρίζουν. Τότε ο Χρήστος, πρώην έλληνας φοιτητής στο Βελιγράδι (μαγική ιδιότητα!), τους μίλησε σέρβικα, τους είπε ότι είμαστε Έλληνες και τους ζήτησε να μας αφήσουν ήσυχους να φύγουμε.
Περιχαρείς οι οδηγοί σταμάτησαν και μας έπιασαν την κουβέντα. Η ψυχή τους αγαλλίασε και τα πρόσωπα έλαμψαν. Το κλίμα άλλαξε μονομιάς και κάποιος φορτικά επέμενε να πάμε για ρακές. Είχαμε το στοιχειώδες μυαλό να μην πάμε, αν και μας έτρωγε ο κώλος μας. Πιάσαμε όμως κουβέντα και τον ρωτήσαμε «γιατί τέτοιο μίσος απέναντι στη διεθνή κοινότητα;» Μας απάντησε ότι αυτή έδιωξε τους Σέρβους από τα σπίτια τους και τους έβαλε στα σπίτια μουσουλμάνων που μυρίζουν αρνίλα. Το αρνί στη Βοσνία το τρώνε περισσότερο οι Βόσνιοι, καθώς δεν τρώνε χοιρινό, που είναι το φαγητό των «άλλων». Ο συγκεκριμένος κι όλοι τότε οι κάτοικοι της πόλης ήταν σερβοβόσνιοι πρόσφυγες από άλλες περιοχές που ελέγχαν πλέον οι Κροάτες. Οι σερβικές αρχές του είχαν δώσει ένα παρατημένο σπίτι στη Σρεμπρένιτσα. Ρωτήσαμε επιτηδευμένα αφελώς «τι έγιναν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού;» και μας απάντησε ότι τους φυγάδευσαν οι Ολλανδοί (αυτοί είχαν τον έλεγχο της ζώνης κατά τη διάρκεια του πολέμου) για να τους γλιτώσουν. «Τα υπόλοιπα, είπε, είναι προπαγάνδα των Αμερικάνων». Η γιαγιά όμως στην πίσω θέση του αυτοκινήτου κούνησε το κεφάλι της και ψέλλισε κάτι που δεν καταλάβαμε. Δεν είχαμε το θάρρος να την ρωτήσουμε να μας το πει. Έμαθα στη Βοσνία ότι για να γνωρίσει κανείς την αλήθεια πρέπει να μιλάει σε γυναίκες, και μάλιστα ηλικιωμένες. Μόνο αυτές έχουν την ανθρώπινη ωριμότητα, τη συναισθηματική σοφία και την πολιτική αδιαφορία ώστε να καταλάβουν το έγκλημα απ’ όλες τις όψεις του.
Έκτοτε, όταν και όπου μιλάω για την εμπειρία μου στη Βοσνία, αναζητώ τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της αναγνώρισης της φρίκης που διέπραξαν οι Σερβοβόσνιοι (στη Σρεμπρένιτσα και αλλού) και της μονοδιάστατης ενοχοποίησής τους από τους Δυτικούς. Η ισορροπία αυτή δοκιμάστηκε ξανά λίγο αργότερα, με τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ λόγω Κοσόβου.
Η σφαγή της Σρεμπρένιτσα είναι αυτοτελώς το απόλυτο έγκλημα, το έγκλημα των εγκλημάτων. Σε αντίθεση με αυτό που εν γένει συνέβη στον βοσνιακό πόλεμο, ένα δηλαδή εκτεταμένο και συστηματικό σχέδιο εθνοκάθαρσης, στη Σρεμπρένιτσα είχαμε κάτι περισσότερο. Είχαμε γενοκτονία, όπως αναγνωρίστηκε στο Διεθνές Δικαστήριο αργότερα: ο Μλάντιτς δεν αρκέστηκε στο να διώξει τους κατοίκους, να σκοτώσει αυτούς που αντιστέκονται, να κάψει το χωριό τους και να βιάσει τις γυναίκες τους – αυτό ήταν δυστυχώς το business as usual τότε. Επινόησε το σχέδιο του αφανισμού τους και για το λόγο αυτόν τους εξόντωσε.
Το ότι μερικοί Έλληνες μετείχαν σε μια πράξη γενοκτονίας 25 χρόνια πίσω, και το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι στον πόλεμο αυτόν διαλέξαμε το μέρος του χειρότερου (δεν υπάρχει καλός-κακός, υπάρχουν διαβαθμίσεις), δείχνει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη σε μια πορεία εθνικής αυτοκριτικής ενδοσκόπησης.
Αποδεχόμενος τις αμαρτίες των φίλων σου, έχεις κάποιες ελπίδες να μάθεις και τις δικές σου. Να μάθεις από τις δικές σου. Να τι έμαθα από τη Σρεμπρένιτσα και ευχαριστώ τον Κωστή Παπαϊωάννου που μου ζήτησε το κείμενο αυτό, ώστε να τα μοιραστώ δημοσίως.
Η φωτογραφία είναι από τη σημαντικότερη έρευνα που έχει γίνει για την ελληνική συμμετοχή στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα από την ομάδα του XYZ contagion.