Με αφορμή την προχθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων ξεκινώ τούτο το κείμενο με μια προσωπική –προ πενταετίας– ιστορία:

Ο ασθενής, ηλικίας εβδομήντα και βάλε, προσέρχεται με καροτσάκι στα επείγοντα, συνοδεία υιού, συριακής καταγωγής. Μια εμπύρετη λοίμωξη αναπνευστικού είχα να αντιμετωπίσω, μα ρωτώ για την αναπηρία απευθυνόμενος στον γιο, αν είναι πρόσφατη δηλαδή, κι εκείνος, σε σπαστά αγγλικά, μού λέει πως είναι έτσι από καιρό.

– Και πώς τον φέρατε από την πατρίδα σας; (οι απορίες μου προτρέχουν της εξέτασης)

– Αποφασίσαμε να φύγουμε, γιατρέ, με τη γυναίκα και την κόρη μου. Δύσκολη απόφαση, θα έπρεπε να τον αφήσουμε πίσω τον παππού. Και είχε χάσει όλα του τα αδέρφια από σφαίρες. Μονάχος θα ‘μενε. Μα δεν μπορούσαμε άλλο να περιμένουμε τον θάνατό μας.

Και σαν κάναμε να πούμε αντίο, η κόρη μου τυλίχτηκε στο λαιμό του σαν να μην υπήρχε αύριο και έκλαιγε με λυγμούς. Δεν μπορούσαμε να την ξετυλίξουμε, δεν γινόταν σου λέω. Δεν έβγαινε τούτος ο αποχωρισμός. Θα μας θανάτωναν οι τύψεις πιο πολύ και από τις σφαίρες που σφύριζαν τριγύρω.

– Και πώς τον έφερες; Ανάπηρο άνθρωπο, από τη Συρία μέχρι εδώ.

– Με τούτο το καροτσάκι, γιατρέ. Και σαν τα εμπόδια ήταν παραπάνω, τον κουβαλούσα στην πλάτη. Ναι, στην πλάτη.

Του χτύπησα με το χέρι μαλακά κείνη την πλάτη και του ζήτησα να σπρώξει τον παππού να κλίνει λίγο προς τα εμπρός και να σηκώσει το λερωμένο μπλουζάκι. Έβαλα το στηθοσκόπιο στ’ αυτιά και στη ράχη του και του ζήτησα να ανασάνει βαθιά, δείχνοντάς του πρώτα μια δική μου αναπνοή, να νιώσει. Κι εκείνος πήρε ανάσα και στ’ αφτιά μου ακούστηκε όλος ο πόλεμος, τα γκρεμισμένα κτίρια, ο θόρυβος από τις ρόδες στις λάσπες, τα χτυπήματα από τα κύματα πάνω στο καρυδότσουφλο που τον ταξίδευε στο Αιγαίο, η αγάπη για την εγγονή του που είχε φωνή, αυτή ακουγόταν περισσότερο.

Άλλωστε, θα ζούσε όπου να ήταν, αρκεί να ‘ταν μαζί της. Αυτή ήταν η πατρίδα του. 

Τράβηξα το στηθοσκόπιο απότομα από πάνω του. Κόπηκε παράξενα το ταξίδι μου. Ήξερα πως καλά δε μπορεί να γίνει τελείως. Μα θα ζήσει. Και θα συνεχίσει να περπατάει, τις νύχτες μόνο. Κι όσο περπατάει θα ξεχνιέται, γιατί έτσι θα μπορεί να προσπερνά αυτά που δεν ξεχνιούνται, μέχρι το επόμενο βράδυ. Κοίταξα τον γιο και τού ‘πα χαμηλόφωνα πως είναι ένα κρύωμα. Τίποτα παραπάνω.

Έξω από το ιατρείο δύο πατριώτες μου μουρμούριζαν φωναχτά πόσο άργησε ο ξένος και τους έτρωγε το χρόνο. Δεν δικαιούταν τα ίδια, για κείνους. Παραδίπλα, στο ράδιο, συζητούσαν για φράχτες, για στοίβαγμα σε κέντρα κλειστά κατά χιλιάδες, λες και μιλούσαν για σακιά με άχυρο. Διαχείριση, έλεγαν. Λες και ξεχάσαμε προς στιγμή πώς είναι να είμαστε άνθρωποι.

Ο παππούλης με χαιρέτησε με νεύμα. Ήξερα πως αν βγει έξω και αρχίσει να αφηγείται την ιστορία του στους περαστικούς, θα μπορούσε να θεραπεύσει με την οκά τον φασισμό που θέριευε στα μάτια τους. Μα δεν θα τού έμενε σάλιο, θα ήταν τα χείλη στεγνά, η γλώσσα τσαρούχι. Ας σκεφτούν και λίγο οι άνθρωποι. Εκείνος, το χρόνο που του απομένει, τον χρειαζόταν να αγαπήσει.

Την ιστορία αυτή την αφηγούμαι συχνά, όπως το έκανα για παράδειγμα στον Γιαννέα, ταχυδρόμο και κάτοικο Ειδομένης. Το σπίτι 50 μέτρα από τον σταθμό. Ήταν το 2016 όταν τον επισκέφτηκα και πιάσαμε την κουβέντα. Μου μίλησε για τον φόβο του. Κάθε βράδυ κοιμάται μαζί με το παιδί. Το όπλο λίγο πιο δίπλα. Τα περιστατικά με τους πρόσφυγες καθημερινά, άλλα ευχάριστα, άλλα δυσάρεστα. «Είναι πάνω από 20.000. Και δεν πρόκειται να φύγουν από δω», μου είπε. «Ξέρεις ότι δεν είμαι ρατσιστής. Όμως δεν πάει άλλο».

Και σαν τελειώνω την αφήγηση, συναντώ ξανά την ανθρωπιά να αναδύεται επικυρίαρχη από τον βυθό των ματιών του.

Η γειτονιά χρειάζεται συζήτηση, πριν μαζευτούν και οργανωθούν οι κάθε λογής επιτήδειοι, οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν τον πραγματικό εκλογικευμένο φόβο και θα τον μεγεθύνουν, θα πιαστούν από μια παράβαση ή ένα έγκλημα που διεξάχθηκε αλλού μα παίζει κάθε βράδυ στην παρακμιακή εκπομπή μιας μισάνθρωπης τηλεπερσόνας, θα περιγράψουν με στόμφο την «απειλή» και κάποια στιγμή στο τέλος θα στήσουν έναν αυτοδιοικητικό συνδυασμό και ο πιο φωνακλάς θα τεθεί επικεφαλής – για την εξουσία ρε γαμώτο. 

Χρειαζόμαστε τον διάλογο, μέχρι εξάντλησης. Και η συζήτηση είναι που θα κάνει τον άνθρωπο γενναίο. Διότι ο φασισμός είναι δειλός· δειλός, απάνθρωπος και αυτάρεσκος παραμυθατζής. Δειλός διότι στοχοποιεί τους αδύναμους· τους πρόσφυγες, τις γυναίκες, τις φυλετικές/θρησκευτικές/σεξουαλικές μειονότητες. Απάνθρωπος διότι διχάζει· χρησιμοποιώντας ψευδείς διακρίσεις ανάμεσα σε «εμάς και αυτούς» – αυτό είναι το κύριο εργαλείο της φασιστικής πολιτικής, βασισμένο σε ένα μυθικό παρελθόν, το οποίο αναζωπυρώνεται από διεφθαρμένες ελίτ που απειλούν τις παραδόσεις μας. 

Και παραμυθατζής, διότι όπως εύστοχα περιγράφει ο Jason Stanley στον επίλογο του βιβλίου του Πώς λειτουργεί ο φασισμός μάς εξυπνώνει ως ξέχωρους έναντι των «ατελών» υπολοίπων: «Αν αρνηθούμε να μαγευτούμε από τους φασιστικούς μύθους, παραμένουμε ελεύθεροι να σχετιζόμαστε μεταξύ μας, όλοι μας ατελείς, όλοι μας προκατειλημμένοι στη σκέψη μας, τις εμπειρίες και την κατανόησή μας, αλλά όχι δαίμονες».

Όμως και η συζήτηση δεν αρκεί· είναι εφήμερη, αποσπασματική, χωρίς να βοηθά στη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος. Όμως η γνώση και η εκπαίδευση, η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης στο σχολείο μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε τον κόσμο, έναν σημερινό κόσμο αρκετά κυνικό, ατομιστή, θυμωμένο. 

Φανταστείτε ένα τρισδιάστατο εικονικό παιχνίδι με τα παιδιά μιας τάξης να ταξιδεύουν επί μήνες από τη Συρία μέχρι την Ελλάδα και να βιώνουν όσα έχουν ζήσει οι συνομίληκοί τους που έρχονται από εκεί. Να γνωρίζουν ακριβώς, στην κάθε λεπτομέρεια, πώς «εκείνοι» ένιωσαν, τι πέρασαν, ποιους έχασαν και ποιους άφησαν πίσω. Να νιώσουν τον φόβο του πολέμου και της εγκατάλειψης, την απειλή της βίας και την αδυναμία να νιώσουν ελεύθεροι στο σπίτι τους. 

Σκεφτείτε μονάχα πόσο διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν τα παιδιά της τάξης εκείνα τα προσφυγόπουλα που μπαίνουν για πρώτη φορά στο σχολείο, παιδιά ενός κατώτερου θεού που έχασαν τα σπίτια τους, τους τόπους τους, τα αδέρφια τους· και περπατούν ανάμεσα σε λυσσασμένους ανθρώπους που προσπαθούν να τους διώξουν, να τους απομονώσουν, να τους ξεγράψουν απ’ τα μάτια τους. Και θα είναι τα ίδια τα παιδιά-υποδοχείς που θα μιλήσουν στους γονείς και θα τους εξηγήσουν πως δεν απειλούνται τα παιδιά από τα παιδιά, παρέα αναζητούν και λίγη αγάπη. Κι εκείνοι θα μαλακώσουν. 

Όμως η πραγματική μάχη που πρέπει σήμερα να δοθεί είναι με την αναδυόμενη Ακροδεξιά, η οποία εμφανίζεται ξανά στην Ευρώπη με άλλο πρόσωπο, καθώς το προηγούμενο φασιστικό είχε στιγματιστεί και περιθωριοποιηθεί. Η αποσύνδεση από τη φασιστική ιδεολογία είναι η αναγκαία προσαρμογή που χρειάζεται η «σύγχρονη ακροδεξιά» για την επιβίωσή της. Ο Jean-Marie Le Pen ανοίγει πρώτος το δρόμο ξεκινώντας το 1980, με σύνθημα «Η Γαλλία στους Γάλλους» και κηρύσσει τη σταυροφορία για την εκδίωξη των μεταναστών. Πλέον την συναντάμε ακόμη και ως «λαϊκή ριζοσπαστική δεξιά» (κατά τον Cas Mudde) ή ως «ακροδεξιά εξτρεμιστική ιδεολογία» (κατά τον Piero Ignazi), έναντι του φασισμού και του ναζισμού τον οποίο επικαλούνται απολύτως περιθωριακές ομάδες. Εξαίρεση αποτέλεσε το ελληνικό παράδειγμα της Χρυσής Αυγής που μιμήθηκε τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό, τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό ενός «ένδοξου» παρελθόντος και βγήκε με θόρυβο από το περιθώριο. Μονάχα που αυτή η ακραία εκδοχή ήταν τελικά που την καταδίκασε και την απομόνωσε ξανά στην ελληνική κοινωνία. Η Χρυσή Αυγή περιθωριοποιήθηκε από την πολιτική και τους πολίτες (με μια τεράστια συγκέντρωση την ημέρα που ανακοινώθηκε η απόφαση στη δίκη) διότι έδειξε το αληθινό της πρόσωπο. 

Στη δεκαετία του ’90 συναντάμε πολλές ακραίες φωνές να ξεφυτρώνουν οργανωμένα, χωρίς όμως να να αντικατοπτρίζονται με αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά στον ευρωπαϊκό χάρτη. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ο Μάκης Βορίδης ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων το 1998 και με κεντρικό σύνθημα «Κόκκινη κάρτα στους λαθρομετανάστες» θα πάρει μόλις 0,6%. Το 2000 θα συμμετάσχει στις εκλογές με την «Πρώτη Γραμμή» του Κ. Πλεύρη και θα πάρουν μαζί 0,18%.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ακροδεξιά στην Ευρώπη γιγαντώνεται, φτάνει σε σημείο να συγκυβερνά ή ακόμη και να κυβερνά, αξιοποιώντας έναν αντισυστημικό λόγο έναντι της παγκοσμιοποίησης, της ΕΕ, της μετανάστευσης και του διατηρούμενου αντισημιτισμού. Καραδοκεί και εκμεταλλεύεται κάθε κενό, κάθε ανισότητα, κάθε δυσκολία. Ο λαϊκιστικός λόγος είναι όπλο στα χέρια της, η υπεραπλούστευση και τα ψευδεπίγραφα διλήμματα κεφαλαιοποιούν τον θυμό και την αδικία του ανέργου, του φτωχού, του περιθωριοποιημένου έναντι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Στη Γαλλία, η Λεπέν προηγείται δημοσκοπικά του Μακρόν στον πρώτο γύρο και μια ενδεχόμενη πολιτική ανατροπή θα αποτελέσει νάρκη στα θεμέλια της ΕΕ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών της. Η επιλογή Μακρόν να πολιτευθεί αποδομώντας το κλασικό πολιτικό δίπολο που κυριάρχησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην κεντρική Ευρώπη δεν αφήνει εναλλακτικές στο πολιτικό σύστημα και αυτό γίνεται αντικείμενο προς εκμετάλλευση από τον ακραίο αντισυστημισμό, τον οποίο δεν είναι απίθανο να συναντήσουμε ακόμη και σε παρά φύση συνεργασίες επί του άξονα αριστερά-δεξιά.

Τα επόμενα χρόνια θα είναι τα δύσκολα χρόνια. Οι οικονομικές ανισότητες που επισπεύδονται και μεγεθύνονται από την πανδημία θα δημιουργήσουν σημαντικές προϋποθέσεις για επικείμενες συγκρούσεις, είτε μεταξύ των τάξεων εντός των χωρών, είτε μεταξύ των χωρών εξαιτίας της συνεχούς απόκλισης αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, είτε μεταξύ των ίδιων των χωρών της ΕΕ. Τα μεταναστευτικά ρεύματα θα αυξηθούν λόγω της νέας πολιτικοοικονομικής αστάθειας, συνεπικουρούμενα από την κλιματική κρίση και τους πολέμους, αλλά και την τεχνολογική πρόσβαση των εκατομμυρίων φτωχών και καταπιεσμένων συνανθρώπων τους σε άλλες χώρες, καθώς θα αναζητήσουν να διεκδικήσουν παρόμοιες συνθήκες ζωής. 

Η πολιτική εκμετάλλευσης των προσφυγικών ρευμάτων αλλά και της μετανάστευσης γενικότερα θα αποτελέσει αιχμή της ακροδεξιάς ατζέντας και οι δικές μας κοινωνικές παρεμβάσεις δεν θα αρκούν. Χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο που θα υπερβαίνει τα σύνορα των κρατών, η εμβάθυνση της δημοκρατίας και οι ει δυνατόν συμπεριληπτικοί θεσμοί που δεν θα αποκλείουν αλλά και θα δίνουν τις ίσες ευκαιρίες, ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος που δεν θα υπονομεύει ούτε θα δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης με τον πολίτη αλλά θα στέκεται αρωγός τους, η μη περαιτέρω υποχώρηση των φιλελεύθερων αξιών έναντι της απορρόφησης των κραδασμών του αντισυστημισμού, η υπεράσπιση των πανανθρώπινων δικαιωμάτων χωρίς αστερίσκους. 

Ο αποτελεσματικός αυταρχισμός, ο ευπαρουσίαστος λαϊκισμός και ο «ασφαλής» εθνικισμός δεν θα είναι εύκολο να νικηθούν με τις αυτονόητες –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια– ανθρωποκεντρικές πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν. Οι δημοκρατίες και οι συνεργασίες μεταξύ των κρατών πρέπει να ενισχυθούν, να αποδώσουν, να φέρουν οικονομική και κοινωνική ευημερία και να γίνουν το παράδειγμα έναντι των υπολοίπων. Κατόπιν, δεν θα είναι δύσκολο σε έναν ανοιχτό διασυνδεδεμένο κόσμο να παρουσιάσουμε τον κόσμο όπως εμείς τον θέλουμε: κοινωνικά δίκαιο, ισότιμο, ελεύθερο και βαθιά δημοκρατικό.